.

Η διατροφή ως μέσω πρόληψης στην ανάπτυξη του καρκίνου

     Τα τελευταία χρόνια έχει πλέον επιβεβαιωθεί μέσα από μελέτες και στατιστικά δεδομένα ότι ο τρόπος ζωής και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη, την εξέλιξη και την εξάπλωση του καρκίνου, γεγονός που υποδηλώνει ότι πολλές κακοήθειες μπορούν να προληφθούν.

    Σύμφωνα λοιπόν με τον παγκόσμιο οργανισμό υγείας (WHO) το 30 με 50% των νεοπλασμάτων μπορούν να προληφθούν και επιδημιολογικές μελέτες υποδηλώνουν με σαφήνεια ότι η παχυσαρκία, η μειωμένη σωματική δραστηριότητα και οι ανθυγιεινές διατροφικές επιλογές αποτελούν βασικούς παράγοντες στην παθογένεια και την πρόγνωση πολλών τύπων καρκίνου.

       Με τη σημαντική πρόοδο που επιτεύχθηκε τα τελευταία χρόνια στον τομέα της μοριακής βιολογίας, μπορέσαμε να κατανοήσουμε τον τρόπο λειτουργίας των καρκινικών κυττάρων αλλά και τον τρόπο που αλληλεπιδρούν και επηρεάζονται από τα μικρο και μακρομοριακά συστατικών της τροφής (υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, λίπη). 

        Τα νέα δεδομένα που ήρθαν στο φως οδήγησαν, σε παγκόσμιο επίπεδο, στη δημιουργία πολλών εργαστηριακών και κλινικών μελετών με σκοπό να καθοριστεί η βέλτιστη διατροφική προσέγγιση ως μέσο πρόληψης νοσημάτων που σχετίζονται με την ηλικία όπως τα καρδιοαγγειακά νοσήματα, το μεταβολικό σύνδρομο, τα νευροεκφυλιστικά νοσήματα και ο καρκίνος.

     Δεκάδες άρθρα στη διεθνή βιβλιογραφία, τα οποία βασίζονται σε δεδομένα που προκύπτουν από αυτές τις μελέτες, προτείνουν ως διατροφική προσέγγιση η οποία θα μπορούσε να συμβάλει στη πρόληψη ανάπτυξης νοσημάτων όπως ο καρκίνος, τον συνδυασμό του περιορισμού της καθημερινής πρόσληψης θερμίδων με διατροφικά προγράμματα που δεν οδηγούν σε υποσιτισμό (ανεπαρκή πρόσληψη θρεπτικών συστατικών) και την ελαχιστοποίηση στην καθημερινή κατανάλωση υδατανθράκων.

    Αυτό δηλαδή στο οποίο εστιάζουν πλέον τόσο οι ερευνητές όσο και οι κλινικοί ιατροί και διατροφολόγοι είναι η επίδραση που έχει η διατροφή στο σώμα μας μέσω ενός πολύπλοκου μοριακού μηχανισμού, δηλαδή τον άξονα γλυκόζης, ινσουλίνης και ινσουλινόμορφου αυξητικού παράγοντα ο οποίος καταλήγει στην ενεργοποίηση μοριακών μονοπατιών που οδηγούν στην ανάπτυξη όλων εκείνων των βιολογικών χαρακτηριστικών του καρκινικού κυττάρου, δηλαδή τον ανεξέλεγκτο κυτταρικό πολλαπλασιασμό, την αποφυγή του φυσιολογικού θανάτου από τα κύτταρα, τη δυνατότητα των κυττάρων να δώσουν μεταστάσεις και άλλα.

     Εκτός από τα πολυάριθμα θεωρητικά και εργαστηριακά δεδομένα, υποστηρικτικές αποδείξεις της σχέσης του καρκίνου με τη γλυκόζη και την ινσουλίνη  προέρχονται και από επιδημιολογικές μελέτες που συσχετίζουν σε μεγάλο ποσοστό την ανάπτυξη διαφόρων τύπων καρκίνου με την παχυσαρκία, την υπερινσουλιναιμία και την υπεργλυκαιμία.

Η συσχέτιση καρκίνου, παχυσαρκίας και διαβήτη

     Η παχυσαρκία, ως σημαντικό πρόβλημα υγείας, το οποίο πλέον αποκτά χαρακτήρα επιδημίας, είναι πρόσφατη στην ιστορία και την εξέλιξη του ανθρώπου. Η υπερβολική και εύκολη προσέγγιση σε φθηνές διατροφικές πηγές υδατανθράκων, σε συνδυασμό με τις έως σήμερα συστάσεις των παγκόσμιων υγειονομικών υπηρεσιών να καταναλώνουμε υψηλές ποσότητες υδατανθράκων, έχουν συμβάλει σημαντικά στα υψηλά ποσοστά υπερινσουλιναιμίας και κατά συνέπεια στην ευρεία εμφάνιση μεταβολικού συνδρόμου, παχυσαρκίας, διαβήτη τύπου 2 και διαταραχών των λιπιδίων. (Το Υπουργείο γεωργίας των ΗΠΑ , η Αμερικανική ένωση για τον διαβήτη και η Αμερικανική ένωση καρδιολόγων συμβούλευαν την κατανάλωση υδατανθράκων σε ποσοστό περίπου 55-70% της συνολικής θερμιδικής πρόσληψης μέχρι πρόσφατα ενώ πλέον φαίνεται να αναθεωρούν τις απόψεις τους).

Η  παχυσαρκία, η υπεργλυκαιμία και η υπερινσουλιναιμία έχουν πλέον σαφώς συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου και συγκεκριμένα η παχυσαρκία συγκρίνεται πλέον με το κάπνισμα ως παράγοντας κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου στις ΗΠΑ

   Πολλές μελέτες έχουν πλέον καθιερώσει τον περιορισμό πρόσληψης υδατανθράκων ως έναν ιδιαίτερα αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισης της παχυσαρκίας και του διαβήτη τύπου 2.

Η παχυσαρκία οδηγεί φυσιολογικά στη δημιουργία συνθηκών που διευκολύνουν την πρόκληση καρκίνου και την ανάπτυξη του

   Ο υπερτροφικός λιπώδης ιστός συμπεριφέρεται ως ενδοκρινικό όργανο, εκκρίνοντας φλεγμονώδης παράγοντες και ορμόνες που δημιουργούν ένα φιλόξενο περιβάλλον για τα κακοήθη κύτταρα. Δύο από τους σημαντικότερους παράγοντες που εκκρίνονται από τα λιπώδη κύτταρα είναι ο παράγοντας νέκρωσης όγκων α (TNFa) και ιντερλευκίνη 6 (IL-6) και τα δύο φλεγμονώδεις μεσολαβητές που έχουν αποδειχθεί ότι προάγουν την εξέλιξη του καρκίνου μέσω της ενεργοποίησης πολύπλοκων μοριακών μηχανισμών στο εσωτερικό των κυττάρων, αυξάνοντας τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό, την επιβίωση των καρκινικών κυττάρων και τη δυνατότητα μετάστασης.

     Επιπλέον, η γενικευμένη φλεγμονώδης κατάσταση που παρατηρείται στην παχυσαρκία επηρεάζει αρνητικά τη φυσιολογική διέγερση του ανοσοποιητικού συστήματος ως απάντηση στην ανάπτυξη του καρκίνου, ελαχιστοποιώντας τη πιθανότητα μιας άμεσης αντιμετώπισης ενός αρχόμενου καρκίνου από το ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα.

     Επίσης, η συνολική επίδραση του πλεονάζοντος λιπώδους ιστού αναστέλλει και την ικανότητα του σώματος να ελέγχει αποτελεσματικά τα επίπεδα ινσουλίνης και γλυκόζης καθώς συνοδεύεται από αντίσταση στην ινσουλίνη, δηλαδή η δράση της ινσουλίνης ανεπαρκεί και δεν επιτυγχάνει να επιτελέσει τις μεταβολικές απαιτήσεις των περιφερικών ιστών με επακόλουθη συνεχόμενη αύξηση των επιπέδων ινσουλίνης και γλυκόζης στον ορό. Δημιουργούνται έτσι οι μεταβολικές συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη του καρκίνου, καθώς για να αναπτυχθούν και να επιβιώσουν τα καρκινικά κύτταρα χρειάζονται μεγάλες ποσότητες γλυκόζης.

Η σχέση υδατανθράκων και παχυσαρκίας

     Η σύγχρονη "δυτική διατροφή" γενικά αποτελείται από εξαιρετικά εξευγενισμένα σάκχαρα και άμυλα με περίπου το 90% ή περισσότερο αυτών να αντιπροσωπεύουν εύκολα και γρήγορα απορροφήσιμους υδατάνθρακες προκαλώντας αύξηση του γλυκαιμικού φορτίου.

Οι μεταβολικές αλλαγές που ακολουθούν ευνοούν σημαντικά την αύξηση του λιπώδους ιστού και κατ’ επέκταση την ανάπτυξη του καρκίνου.

     Οι δίαιτες πλούσιες σε υδατάνθρακες αυξάνουν τη συγκέντρωση της γλυκόζης στον ορό, προκαλώντας έτσι την απελευθέρωση ινσουλίνης από τα βήτα κύτταρα του παγκρέατος. Άμεσο αποτέλεσμα της έκκρισης ινσουλίνης είναι η καταστολή της διάσπασης λίπους (λιπόλυση) στα λιπώδη κύτταρα (λιποκύτταρα) καθώς η ινσουλίνη έχει αναβολικές ιδιότητες και προωθεί τη σύνθεση πρωτεϊνών, υδατανθράκων και λιπιδίων. Η ινσουλίνη καταστέλλει την ηπατική παραγωγή γλυκόζης (γλυκονεογένεση) και αυξάνει την έκφραση των λειτουργικών υποδοχέων της γλυκόζης στα κύτταρα με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη εισροή γλυκόζης στο κύτταρο και την επακόλουθη μείωση των επιπέδων της στο αίμα. Επιπλέον, η ίδια η γλυκόζη παρέχει το υπόστρωμα για την επανασύνθεση των τριγλυκεριδίων (TAG) στα λιποκύτταρα.

Ως αποτέλεσμα η αυξημένη κατανάλωση υδατανθράκων, προκαλώντας την αύξηση έκκρισης ινσουλίνης αυξάνει τη παραγωγή λίπους και την αποθήκευση του στα λιποκύτταρα, αυξάνοντας έτσι και διατηρώντας τη παχυσαρκία.

Ο μεταβολισμός των κετονικών σωμάτων

   Στην εποχή μας, ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί περίπου 130 γραμμάρια γλυκόζη την ημέρα. Κατά τη διάρκεια των αρχικών σταδίων του διατροφικού περιορισμού των υδρογονανθράκων ή κατά τη διάρκεια νηστείας, ο εγκέφαλος συνεχίζει να τροφοδοτείται με γλυκόζη μέσα από την ηπατική γλυκονεογένεση η οποία πραγματοποιείται κυρίως από αμινοξέα μετά τη διάσπαση πρωτεϊνών.

    Με τη συνεχόμενη διάσπαση των πρωτεϊνών για τη γλυκονεογένεση υπάρχει ο κίνδυνος σοβαρής απώλειας πρωτεϊνών από τους μυς η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντικές βλάβες στην υγεία.

   Έτσι, μέσα σε λίγες ημέρες από την έναρξη μιας διατροφής φτωχής σε υδατάνθρακες ή νηστείας, η αυξημένη λιπόλυση οδηγεί στην αυξημένη παραγωγή ελεύθερων λιπαρών οξέων τα οποία μετατρέπονται στο συκώτι σε κετονικά σώματα τα οποία παρέχουν ένα εναλλακτικό ενεργειακό υπόστρωμα τόσο αντί της γλυκόζης όσο και αντί των αμινοξέων αποτρέποντας τη διάσπαση των πρωτεϊνών και την επακόλουθη μυϊκή βλάβη.

     Με τη σειρά τους, τα ίδια τα κετονικά σώματα προκαλούν μια μικρή αύξηση στην παραγωγή ινσουλίνης (πολύ μικρότερη σε σχέση με αυτή που προκαλείται από την γλυκόζη). Με τον τρόπο αυτό υπάρχει έλεγχος στην παραγωγή ελεύθερων λιπαρών οξέων και κατά συνέπεια στη παραγωγή κετονικών σωμάτων. Η απώλεια του ελέγχου αυτού όπως για παράδειγμα στο διαβήτη τύπου 1 όπου το πάγκρεας δεν έχει την ικανότητα να παράγει καθόλου ινσουλίνη, μπορεί να προκαλέσει την γνωστή κετοξέωση μια επικίνδυνη και απειλητική για τη ζωή παθολογική κατάσταση η οποία όπως δεν έχει καμία σχέση με τη διατροφική κέτωση που προκαλείται από το διατροφικό περιορισμό των υδατανθράκων και τη νηστεία.

Το μοριακό υπόβαθρο ανάπτυξης του καρκίνου

     Οι τρέχουσες θεωρίες για την ανάπτυξη του καρκίνου περιγράφουν ένα αρχικό επιζήμιο γεγονός (αιτία ανάπτυξης καρκίνου) που οδηγεί σε μια σειρά γενετικών μεταλλάξεων.

    Η υπερενεργοποίηση των ογκογονιδίων και / ή η απώλεια της λειτουργίας στα γονίδια καταστολής του όγκου πρέπει να συσσωρευτούν προκειμένου να μετατραπεί ένα φυσιολογικό κύτταρο σε καρκινικό, δηλαδή να αποκτήσει ανεξέλεγκτη κυτταρική διαίρεση, συνεχόμενη ανάπτυξη και αθανασία, βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του καρκίνου.

    Και παρά το ότι αναφερόμαστε στην ανάπτυξη και τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων ως τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της ζωής, στους ζωντανούς οργανισμούς απαιτείται αυτές οι διαδικασίες να βρίσκονται υπό αυστηρό έλεγχο. Τα ευρέως γνωστά ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα του καρκίνου (hallmarks of cancer) των Hanahan & Weinberg, περιγράφουν την αποτυχία στον έλεγχο της κυτταρικής ανάπτυξης και αναπαραγωγής.

    Τα καρκινικά κύτταρα φαίνεται να υιοθετούν έναν μη φυσιολογικό επαναπρογραμματισμό της μεταβολικής τους λειτουργίας. Έτσι, η μειωμένη μιτοχονδριακή λειτουργία και η αυξημένη εξάρτηση τους από τον γλυκολυτικό μεταβολισμό, αν και αρχικά δεν είχαν συμπεριληφθεί στα βασικά χαρακτηριστικά του καρκίνου, πλέον ο τρόπος που το καρκινικό κύτταρο χρησιμοποιεί τη γλυκόζη έχει αναδειχθεί ως ένα από αυτά για πολλούς τύπους καρκίνου. 

Μάλιστα, ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι αυτό είναι το βασικό χαρακτηριστικό και το οποίο εξηγεί τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του καρκινικού κυττάρου, ταξινομώντας έτσι τον καρκίνο ως μια μεταβολική και όχι γενετική ασθένεια. Η θεωρία αυτή θέλει τον καρκίνο να αναπτύσσεται λόγω της μιτοχονδριακής μεταβολικής δυσλειτουργίας από την οποία προκύπτουν στη συνέχεια οι γενετικές μεταλλάξεις που παρουσιάζουν τα καρκινικά κύτταρα.

Αυτοφαγία και πρόληψη ανάπτυξης του καρκίνου μέσω της διαλειμματικής νηστείας

   Κρίσιμα στοιχεία για την αναστολή ανάπτυξης του καρκίνου είναι, εκτός από την λογική αποφυγή παραγόντων που είναι σε θέση να ξεκινήσουν τη μετατροπή ενός φυσιολογικού κυττάρου σε καρκινικό (καρκινογόνοι παράγοντες κινδύνου όπως το κάπνισμα, η διατροφή, το αλκοόλ και άλλα) και η δυνατότητα επιδιόρθωσης μιας αναπόφευκτης τυχαίας κυτταρικής βλάβης που συμβαίνει πολύ συχνά κατά τη διάρκεια συνήθως της κυτταρικής διαίρεσης και όπου αυτή δεν είναι εφικτή η ο θάνατος του “προβληματικού” κυττάρου, μια διαδικασία γνωστή ως απόπτωση.

    Το 2016, απονεμήθηκε στον Yoshinori Ohsumi το βραβείο Νόμπελ Ιατρικής για την έρευνα και τις ανακαλύψεις του στους μορφολογικούς και μοριακούς μηχανισμούς της αυτοφαγίας, μιας φυσιολογικής διαδικασίας με την οποία γίνεται η ανακύκλωση των  συστατικών των κυττάρων που δεν είναι πλέον απαραίτητα ή που παρουσιάζουν βλάβες που δεν μπορούν να επιδιορθωθούν με άλλο τρόπο και επομένως δεν λειτουργούν σωστά. Το σύστημα αυτό επομένως, ανανεώνει τα κύτταρα, ώστε να τα διατηρεί λειτουργικά.

   Να θυμηθούμε ότι η μετατροπή ενός φυσιολογικού κυττάρου σε καρκινικό οφείλεται σε βλάβες που συσσωρευτήκαν στο κύτταρο και τις οποίες δεν μπόρεσε να επιδιορθώσει.

   Επομένως, η διαδικασία διαδραματίζει ρόλο κομβικής σημασίας για την αποτροπή της εμφάνισης καρκινικών όγκων, τη διατήρηση του

υγιούς μεταβολισμού, αλλά και την προστασία έναντι νοσημάτων όπως είναι ο διαβήτης. Η δυσλειτουργική αυτοφαγία συνδέεται με τον καρκίνο, τη νόσο Πάρκινσον, τον διαβήτη τύπου 2 αλλά και πληθώρα άλλων ασθενειών που συνδέονται με τη γήρανση.

   Η αυτοφαγία παρατηρείται και υπό φυσιολογικές συνθήκες ενώ το φαινόμενο εντατικοποιείται όταν το κύτταρο εκτίθεται σε στρεσογόνα ερεθίσματα όπως η υποξία, η διατροφική στέρηση (νηστεία ή μείωση της καθημερινής θερμιδικής πρόσληψης), οι βλάβες του DΝΑ και άλλους τοξικούς για το κύτταρο παράγοντες.

Η διαλειμματική νηστεία επομένως είναι μια σημαντική διατροφική προσέγγιση μέσω της οποίας αυξάνεται το φαινόμενο της αυτοφαγίας, διαδραματίζοντας και μέσω αυτού του μηχανισμού έναν σημαντικό ρόλο στην αποφυγή ανάπτυξης του καρκίνου

.