.

Η σχέση της διατροφής με τον καρκίνο

Ο καρκίνος παραμένει για πολλές δεκαετίες η βασική αιτία θανάτου για εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο. Σύμφωνα με τον παγκόσμιο οργανισμό υγείας (WHO) 18.1 εκατομμύρια άνθρωποι διαγνώστηκαν με καρκίνο το 2018 και περισσότεροι από 9 εκατομμύρια απεβίωσαν το ίδιο χρονικό διάστημα από το ίδιο νόσημα. Επιπλέον, πάντα σύμφωνα με τον παγκόσμιο οργανισμό υγείας, φαίνεται πως ο αριθμός των ανθρώπων που θα διαγνωστούν με καρκίνο τα επόμενα χρόνια θα αυξηθεί δραματικά.  https://www.who.int/cancer/en/

   Όμως, παρά τις πρόσφατες σημαντικές εξελίξεις στην αντιμετώπιση του καρκίνου, τόσο στη φαρμακευτική αγωγή όσο και την ακτινοθεραπεία, η πρόγνωση για πολλούς καρκινοπαθείς παραμένει φτωχή και πολλές από τις καθιερωμένες  θεραπείες

περιορίζονται από σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες. Ως εκ τούτου, φαίνεται να υπάρχει μεγάλη ανάγκη για συμπληρωματικές προσεγγίσεις που μπορούν από τη μία να περιορίσουν τη τοξικότητα των φαρμάκων και από την άλλη να ενισχύσουν τη θεραπεία δρώντας επιλεκτικά στα καρκινικά κύτταρα.

   Υπήρχε πάντα η βεβαιότητα στην επιστημονική κοινότητα ότι η διατροφή έχει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση, την ανάπτυξη, τη διατήρηση και την εξάπλωση του καρκίνου. Όμως τόσο σε ερευνητικό όσο και σε θεραπευτικό επίπεδο ο ρόλος της παραμελήθηκε για πολλές δεκαετίες και η προσέγγιση σε ότι αφορά τη διατροφή περιορίστηκε στην προληπτική έννοια της σχέσης της με τον καρκίνο, βασιζόμενη κυρίως στο δόγμα της “υγιεινής διατροφής”: τρώμε υγιεινά, καταναλώνουμε φρούτα και λαχανικά, αποφύγουμε τα λίπη, το κόκκινο ή το επεξεργασμένο κρέας, χάνουμε βάρος και απομακρύνουμε τη πιθανότητα να διαγνωστούμε με ένα ανεπιθύμητο νόσημα.  Όλα αυτά σαφώς ισχύουν σε κάποιο βαθμό και σε αρκετές περιπτώσεις, αλλά τελικά φαίνεται πως δεν είναι αρκετά και σε γενικές γραμμές η σχέση διατροφής και καρκίνου δεν είναι τόσο απλή.

   Για να καθορίσουμε ποια είναι η κατάλληλη διατροφή για έναν καρκινοπαθή, πρέπει πρώτα απ’ όλα να λάβουμε υπόψη μας τον τρόπο με τον οποίο τα μακρομοριακά συστατικά της τροφής (υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, λίπη) επιδρούν σε μοριακό επίπεδο στο σύνολο του οργανισμού μας, τόσο στα φυσιολογικά όσο και στα καρκινικά κύτταρα.  

   Τα τελευταία χρόνια, η σημαντική εξέλιξη που επιτεύχθηκε στο τομέα της μοριακής βιολογίας, μας έδωσε τη δυνατότητα να μελετήσουμε σε μοριακό επίπεδο το καρκινικό κύτταρο και το μικροπεριβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσεται. Το αποτέλεσμα είναι από

τη μια η δημιουργία και εφαρμογή νέων αντικαρκινικών φαρμάκων όπως εκείνων της ανοσοθεραπείας και της στοχευμένης μοριακής

θεραπείας και από την άλλη η δυνατότητα που μας δόθηκε να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε την επίδραση της διατροφής στον οργανισμό μας και κατ’ επέκταση στο καρκινικό κύτταρο.

   Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο τα τελευταία χρόνια παρατηρείται παγκοσμίως ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον των ερευνητών για τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζει η διατροφή στην ανάπτυξη του καρκίνου. Και όχι μόνο, καθώς διακρίνεται πλέον και μια σημαντική σχέση ανάμεσα στη διατροφή και την αποτελεσματικότητα της φαρμακευτικής θεραπείας αλλά και την ένταση των 

   Έτσι λοιπόν ερευνητές σε μεγάλα πανεπιστημιακά και ογκολογικά ιδρύματα ανά τον κόσμο εστιάζουν πλέον σε συγκεκριμένες διατροφικές μεθόδους, όπως της κετογονικής διατροφής και της διαλειμματικής νηστείας και δεκάδες μελέτες βρίσκονται επί του παρόντος σε εξέλιξη. 

   Τα έως τώρα αποτελέσματα από αυτές τις μελέτες είναι θετικά και ενθαρρυντικά τόσο για την αποτελεσματικότητα όσο και για την ασφάλεια τους, πάντα και μόνο όμως, με τη σύμφωνη γνώμη και υπό την επίβλεψη τόσο του θεράποντος ογκολόγου όσο και ενός έμπειρου σε αυτόν τον τύπο διατροφής κλινικού διατροφολόγου.

Πως συνδέεται η διατροφή με την ανάπτυξη, τη διατήρηση και την εξάπλωση του καρκίνου;

Για να μπορέσουμε να καταπολεμήσουμε επιλεκτικά το καρκινικό κύτταρο πρέπει να κατανοήσουμε την αιτία της μετατροπής ενός φυσιολογικού κυττάρου σε καρκινικό, τον τρόπο με τον οποίο αυτό λειτουργεί και τις διαφορές του από ένα φυσιολογικό κύτταρο.

Το καρκινικό κύτταρο παρουσιάζει:

  • Αυξημένο και ανεξέλεγκτο κυτταρικό πολλαπλασιασμό
  • Απώλεια επικοινωνίας μεταξύ κυττάρων
  • Δυνατότητα διήθησης των γύρω ιστών και μετάστασης, δηλαδή αποικισμού άλλων ιστών και οργάνων
  • Ικανότητα να ζει πολύ περισσότερο απ’ ότι το φυσιολογικό κύτταρο (κυτταρική αθανατοποίηση)
  • Μη ανταπόκριση σε μηνύματα που εμποδίζουν τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό (ογκοκατασταλτικά γονίδια),
  • Προώθηση της αγγειογένεσης (δηλαδή της δημιουργίας νέων αιμοφόρων αγγείων έτσι ώστε μέσω αυτών να μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του σε θρεπτικά συστατικά)
  • Αποφυγή της καταστροφής του από το ανοσοποιητικό σύστημα
  • Αυξημένη γλυκόλυση (χρήση της γλυκόζης ως "καύσιμο" για την παραγωγή ενέργειας)
  • Δυσλειτουργία των μιτοχονδρίων (οργανίδια του κυττάρου υπεύθυνα για τη παραγωγή ενέργειας)
  • Διαφορετικό τρόπο με τον οποίο παράγουν την αναγκαία για την επιβίωση τους ενέργεια (από αερόβια σε αναερόβια)

Οι αλλαγές αυτές κάνουν τα καρκινικά κύτταρα να συμπεριφέρονται σαν μεμονωμένοι αυτόνομοι οργανισμοί, μη υπακούοντας πλέον σε κανένα κανόνα και επιβιώνοντας εις βάρος των φυσιολογικών κυττάρων

Που οφείλονται όμως αυτές οι αλλαγές στη λειτουργία κυττάρων;

   Η βασική θεωρία σχετικά με την ανάπτυξη του καρκίνου υποστηρίζει ότι αυτός προκαλείται από μεταλλάξεις (βλάβες) στο γενετικό υλικό δηλαδή το DNA μέσα στους πυρήνες των κυττάρων, μεταλλάξεις που τελικά οδηγούν σε ανεξέλεγκτο κυτταρικό πολλαπλασιασμό και την επακόλουθη δημιουργία του καρκίνου (γενετική θεωρία).

   Με την επικρατούσα όμως αυτή ογκολογική άποψη διαφωνούν αρκετοί ερευνητές παγκοσμίως, καθώς θεωρούν ότι παρά το γεγονός πως οι μεταλλάξεις  βρίσκονται σχεδόν σε όλα τα καρκινικά κύτταρα, μπορεί να μην είναι αυτές η κινητήρια δύναμη που οδηγεί στην εμφάνιση του καρκίνου.

   Έτσι, όπως υποστηρίζουν όλο και περισσότερα ερευνητικά κέντρα, ο καρκίνος θα μπορούσε να οφείλεται σε μια διαταραχή στο μεταβολισμό του κυττάρου και τον τρόπο που παράγει την ενέργεια που χρειάζεται για να επιβιώσει και να πολλαπλασιαστεί και αυτή είναι η δεύτερη θεωρία σχετικά με την ανάπτυξη του καρκίνου, δηλαδή η μεταβολική θεωρία.

   Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της μεταβολικής θεωρίας, ο τρόπος με τον οποίο το καρκινικό κύτταρο παράγει την ενέργεια του είναι διαφορετικός από εκείνον ενός φυσιολογικού κυττάρου και αυτές οι μεταβολικές διαφορές μπορούν να χρησιμοποιηθούν θεραπευτικά ώστε να στοχεύσουμε επιλεκτικά το καρκινικό κύτταρο διατηρώντας παράλληλα υγιή τα φυσιολογικά κύτταρα.

   Η θεραπευτική διατροφική προσέγγιση στην αντιμετώπιση του καρκίνου βασίζεται στον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο το φυσιολογικό και το καρκινικό κύτταρο μεταβολίζουν (χρησιμοποιούν) τα μακροθρεπτικά συστατικά που τους προσφέρονται μέσα από τη διατροφή μας :

Τα φυσιολογικά κύτταρα:

   Τα φυσιολογικά κύτταρα του σώματος δημιουργούν  την ενέργεια που χρειάζονται για να λειτουργήσουν χρησιμοποιώντας τα μοριακά συστατικά της τροφής και το οξυγόνο που εισπνέουμε. Με αυτά, σε μια διαδικασία που αποκαλείται " κυτταρική αναπνοή" δημιουργείται η  ATP (τριφωσφορική αδενοσίνη), ένα μόριο που αποτελεί τη βασική κυτταρική πηγή ενέργειας. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της παραγωγής ενέργειας γίνεται μέσα στα μιτοχόνδρια, μικροσκοπικά οργανίδια του κυττάρου που έχουν χαρακτηρισθεί ως "εργοστάσια παραγωγής ενέργειας".

   Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι “καυσίμων” που προσλαμβάνουμε με τη τροφή και τα κύτταρα μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να παράγουν ενέργεια:

   Το πρώτο “καύσιμο” που χρησιμοποιείται από το κύτταρο είναι η γλυκόζη, η οποία είναι η γνωστή ζάχαρη (σάκχαρο) που κυκλοφορεί στο αίμα. Η γλυκόζη είναι ένα προϊόν των αμύλων και των σακχάρων (υδατάνθρακες) της διατροφή μας και μετατρέπεται σε ενέργεια στα κύτταρα μας μέσω μιας διαδικασίας που ονομάζεται γλυκόλυση.

Στα φυσιολογικά κύτταρα, η γλυκόλυση είναι η αρχική μεταβολική αντίδραση η οποία παρέχει τα αναγκαία μόρια στα μιτοχόνδρια έτσι ώστε να ολοκληρωθεί  η φυσιολογική κυτταρική αναπνοή που εξαρτάται από την παρουσία οξυγόνου και να παραχθεί ενέργεια.

Το δεύτερο “καύσιμο” που χρησιμοποιείται από το κύτταρο προέρχεται από τα λιπαρά οξέα (τα λιπαρά οξέα βρίσκονται είτε σε υγρή, είτε σε στερεή κατάσταση και είναι τα «έλαια» και «λίπη» αντίστοιχα).

   Υπάρχουν διάφορα είδη λιπαρών οξέων και προέρχονται είτε από τα λίπη που τρώμε είτε από το μεταβολισμό του αποθηκευμένου λίπους στα λιποκύτταρα (λίπος-λιπώδης ιστός) στο σώμα μας.

Όταν η γλυκόζη στο αίμα είναι χαμηλή, τα λιπαρά οξέα διασπώνται από το ήπαρ σε προϊόντα που ονομάζονται κετόνες. Οι κετόνες μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντί της γλυκόζης από τα μιτοχόνδρια των περισσότερων κυττάρων για την παραγωγή ενέργειας.

Η διαδικασία δημιουργίας κετονών ονομάζεται κετογένεση και η μεταβολική κατάσταση που χρησιμοποιεί τις κετόνες ως κύρια πηγή ενέργειας ονομάζεται κέτωση (διατροφική κέτωση)

   Τα περισσότερα φυσιολογικά κύτταρα μπορούν να χρησιμοποιήσουν είτε τη γλυκόζη είτε τις κετόνες ως καύσιμο για την παραγωγή ενέργειας και την επιβίωσή τους.

   Όταν τα επίπεδα γλυκόζης είναι χαμηλά, τα φυσιολογικά κύτταρα θα αλλάξουν  τον τρόπο λειτουργίας τους και παραγωγής ενέργειας χρησιμοποιώντας τις κετόνες για ”καύσιμα”.

   Οι κετόνες δηλαδή δίνουν μια σχετική ευελιξία στα φυσιολογικά κύτταρα σε περίπτωση έλλειψης γλυκόζης. Ακόμη και ο εγκέφαλος και τα νευρικά κύτταρα, τα οποία εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη γλυκόζη, μπορούν να χρησιμοποιούν κετόνες για “καύσιμα”.

Αυτή η ικανότητα που έχουν τα περισσότερα φυσιολογικά κύτταρα να χρησιμοποιούν κετόνες (όταν η γλυκόζη δεν είναι διαθέσιμη) δείχνει ότι το κύτταρο και τα μιτοχόνδρια είναι υγιή και λειτουργούν σωστά

Τα καρκινικά κύτταρα 

   Αντίθετα, τα περισσότερα καρκινικά κύτταρα έχουν δυσλειτουργικά μιτοχόνδρια, περιορισμένη μεταβολική ευελιξία και δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις κετόνες για την παραγωγή ενέργειας.

   Αυτή η έλλειψη ευελιξίας αφήνει τα καρκινικά κύτταρα να εξαρτώνται αποκλειστικά από τη γλυκόζη και τη γλυκόλυση για να παράγουν ενέργεια και για να διατηρηθούν ζωντανά.  Τα ταχέως αναπτυσσόμενα καρκινικά κύτταρα μπορεί να καταναλώνουν γλυκόζη σε ποσοστά έως και 200 φορές υψηλότερα από τα φυσιολογικά κύτταρα.

   Στην πραγματικότητα, αυτή η μεταβολική ακαμψία είναι ο λόγος για τον οποίο η κετογονική διατροφή ή η διαλλειματική νηστεία, δημιουργώντας “διατροφική κέτωση”  μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τα καρκινικά κύτταρα. Με τη μείωση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, η διατροφική κέτωση εκμεταλλεύεται την “Αχίλλειο πτέρνα” των καρκινικών κυττάρων, αναγκάζοντάς τα κυριολεκτικά να "εξαντλήσουν τα καύσιμα τους" και με τον τρόπο αυτό να οδηγηθούν στο θάνατο. 

Ο μεταβολισμός του καρκινικού κυττάρου χαρακτηρίζεται ως η “Αχίλλειος πτέρνα” του καρκίνου

   Αυτή η απόκλιση των καρκινικών κυττάρων από το φυσιολογικό μεταβολισμό των κυττάρων έχει προκαλέσει στη παγκόσμια επιστημονική κοινότητα ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον ως προς τη στόχευση του μιτοχονδριακού μεταβολισμού ως μέσο εκλεκτικής καταπολέμησης  των καρκινικών κυττάρων.

.