.

Ο ρόλος της Φαρμακευτικής - Ιατρικής Κάνναβης

στην Ογκολογία

 Σε αυτή τη σελίδα:

Εισαγωγή 

Η χρήση της φαρμακευτικής κάνναβης στην Ογκολογία

  • Ο παρηγορητικός ρόλος της κάνναβης στην αντιμετώπιση συμπτωμάτων και παρενεργειών
  • Η επιλεκτική δράση των κανναβινοειδών στα καρκινικά κύτταρα

Ο τρόπος χορήγησης της φαρμακευτικής - ιατρικής κάνναβης

Ιδιαίτερη προσοχή – Παρενέργειες των κανναβινοειδών

Εισαγωγή

    Τα τελευταία χρόνια, τα ποσοστά επιβίωσης των καρκινοπαθών συνεχώς βελτιώνονται καθώς εξελίσσεται σε όλους τους τομείς η αντικαρκινική θεραπεία. Ανάλογη βελτίωση πρέπει όμως να επιτευχθεί και στην ποιότητα ζωής των ασθενών που πάσχουν από καρκίνο, τόσο κατά τη διάρκεια της θεραπείας όσο και μετά από την ολοκλήρωσή της.

    Πολλοί καρκινοπαθείς παρουσιάζουν έντονα και παρατεταμένα συμπτώματα της νόσου αλλά και παρενέργειες της θεραπείας που οδηγούν σε σημαντική επιδείνωση της ποιότητας της ζωής τους ενώ συχνά παρατηρείται το φαινόμενο της αναγκαστικής διακοπής της θεραπευτικής αγωγής.  

    Εκτός από τον πόνο, τη ναυτία και τον έμετο, την αϋπνία, τη περιφερική νευροπάθεια, τις αλλαγές στη γεύση, τη σωματική αδυναμία, τη σεξουαλική δυσλειτουργία και την αλλοιωμένη συνολική εικόνα που έχουν για το  σώμα τους οι περισσότεροι ασθενείς που πάσχουν από καρκίνο, εμφανίζουν και ισχυρά συναισθήματα φόβου, θλίψης, κατάθλιψης και θυμού που σχετίζονται με τη διάγνωση και τη θεραπεία του καρκίνου. Τα  συναισθήματα αυτά επιδεινώνουν σημαντικά τις σωματικές επιπτώσεις της νόσου (συμπτώματα) και της θεραπείας (παρενέργειες).

    Από την πλευρά των θεραπόντων ογκολόγων, υπάρχει ιδιαίτερη ανησυχία για τις πιθανές, μεγάλης διάρκειας, παρενέργειες που μπορεί να προκληθούν από την οποιαδήποτε θεραπευτική παρέμβαση, σε έναν συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό ασθενών με καρκίνο που οδηγούνται σε ίαση.

    Θεωρείται πλέον δεδομένη μεταξύ των ογκολογικών ασθενών, η όλο και συχνότερη χρήση διαφόρων παρασκευασμάτων συμπληρωματικής ή εναλλακτικής ιατρικής. Ένα βασικό ερώτημα είναι το εάν υπάρχει σαφής επιστημονική βάση για τη χρήση και την αποτελεσματικότητα αυτών των σκευασμάτων.

    Η κάνναβη και τα παράγωγά της αποτελούν σύμφωνα με τους περισσότερους ερευνητές, κυρίως λόγω των φαρμακευτικών της ιδιοτήτων, μια ως επί το πλείστον φαρμακευτική παρά εναλλακτική θεραπευτική προσέγγιση.

   Τα κανναβινοειδή δρουν μέσω του ενδογενούς συστήματος κανναβινοειδών, οι υποδοχείς του οποίου βρίσκονται ευρέως στο κεντρικό νευρικό σύστημα και στους περιφερειακούς ιστούς. Αν και οι φαρμακευτικές ιδιότητες των κανναβινοειδών εξακολουθούν να είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστες, πολλές από τις θεραπευτικές τους χρήσεις έχουν ερευνηθεί σε δεκάδες μελέτες.

    Σε ότι αφορά τον τομέα της ογκολογίας, έχουν διεξαχθεί μελέτες για την επίδραση και την αποτελεσματικότητα των κανναβινοειδών στη ναυτία και τον έμετο που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της ογκολογικής θεραπείας, τον καρκινικό πόνο, τη περιφερική νευροπάθεια, την ανορεξία και την επακόλουθη απώλεια βάρους αλλά και την επίδραση τους στη συναισθηματική διάθεση, την κατάθλιψη και το άγχος.

    Έχει επίσης παρατηρηθεί ότι ορισμένα από τα δραστικά συστατικά της κάνναβης έχουν απευθείας αντικαρκινική δράση, δηλαδή έχουν τη δυνατότητα να επιβραδύνουν την ανάπτυξη και εξάπλωση του καρκίνου.  

Η χρήση της φαρμακευτικής κάνναβης στην Ογκολογία

Η φαρμακευτική κάνναβη στην ογκολογία χρησιμοποιείται κυρίως ως παρηγορητική θεραπεία σε συμπτώματα του καρκίνου και παρενέργειες της φαρμακευτικής αγωγής με εξαιρετικά αποτελέσματα εφόσον χρησιμοποιηθεί σωστά.

Παράλληλα με αυτή τη χρήση, τα τελευταία χρόνια, έχει διαπιστωθεί μέσα από εργαστηριακές και κλινικές μελέτες και η απευθείας δράση κάποιων συστατικών της κάνναβης στο καρκινικό κύτταρο. Με τον τρόπο αυτό η κάνναβη, εκτός από τον παρηγορητικό της ρόλο στη αντιμετώπιση συμπτωμάτων και παρενεργειών, συμβάλει ως μια επιπλέον βοηθητική θεραπεία στην αποτροπή ανάπτυξης και εξάπλωσης του καρκίνου.

Ο παρηγορητικός ρόλος της κάνναβης στην αντιμετώπιση συμπτωμάτων του καρκίνου και παρενεργειών της φαρμακευτικής θεραπείας

Περιφερική Νευροπάθεια

Η περιφερική νευροπάθεια είναι μια από τις παρενέργειες των χημειοθεραπευτικών φαρμάκων που περιορίζουν συχνά τη ποιότητα ζωής.

Το μόνο θετικό στοιχείο, όπως φαίνεται από κάποιες μελέτες, είναι η σχέση της εμφάνισης και της έντασης της περιφερικής νευροπάθειας με την αποτελεσματικότητα της ίδιας της θεραπείας (η διάμεση συνολική επιβίωση των ασθενών με καρκίνο του παγκρέατος που έλαβαν nab-paclitaxel – Abraxane και ανέπτυξε σημαντική περιφερική νευροπάθεια σε σύγκριση με εκείνους που δεν ανέπτυξαν καθόλου περιφερική νευροπάθεια ήταν 15 μήνες στους πρώτους και 6 μήνες στους δεύτερους).  

Εμφανίζεται στο 30 με 40% των ασθενών που λαμβάνουν θεραπεία με πλατινούχα σκευάσματα (σιπλατίνη, καρβοπλατίνη, οξαλιπλατίνη), ταξάνες (πακλιταξέλη, δοσεταξέλη), αλκαλοειδή της Vinca (βινορελβίνη, βινβλαστίνη, βινκριστίνη) και αναστολείς πρωτεασώματος (Velcade). Η περιφερική νευροπάθεια μπορεί να διαρκέσει για μήνες ή μερικές φορές και χρόνια μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας.

Πως μπορούμε να προλάβουμε την εμφάνιση της περιφερικής νευροπάθειας

Αυτή τη στιγμή, μόνο η άσκηση μπορεί να έχει κάποιο περιορισμένο αποτέλεσμα στη πρόληψη της εμφάνισης της περιφερικής νευροπάθειας.

Η περιτύλιξη των άκρων με κρύα επιθέματα φαίνεται επίσης να αποτρέπει κατά κάποιο τρόπο την εμφάνιση της περιφερικής νευροπάθειας, δεν μπορεί όμως να εφαρμοστεί σε ασθενείς που λαμβάνουν οξαλιπλατίνη καθώς σε αυτούς αντενδείκνυται αφού μπορεί να επιδείνωση την ήδη υπάρχουσα ή και να προκαλέσει την εμφάνιση της νευροπάθειας. 

Τελευταία, εμφανίστηκαν και κάποια φάρμακα όπως το Calmangafodipir, τα οποία φαίνεται να έχουν αποτέλεσμα αλλά βρίσκονται ακόμα σε φάση ανάπτυξης.

Πως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη περιφερική νευροπάθεια που έχει ήδη εμφανιστεί

Η χορήγηση ντουλοξετίνης (ένας συνδυασμένος αναστολέας της επαναπρόσληψης σεροτονίνης και νορεπινεφρίνης) είναι συνήθως το πρώτο βήμα καθώς είναι ένα από τα ελάχιστα φάρμακα που έχει αποδειχθεί μέσα από μελέτες πως έχει αποτέλεσμα. Για να φανεί το αποτέλεσμα της ντουλοξετίνης η θεραπεία πρέπει να διαρκέσει τουλάχιστον 4 εβδομάδες.

Εάν αποτύχει η ντουλοξετίνη τότε τα οπιοειδή μαζί με νορτριπτυλίνη ή γκαμπαπεντίνη μπορεί να έχει κάποιο αποτέλεσμα.

Μια μη φαρμακευτική πιθανή αντιμετώπιση της περιφερικής νευροπάθειας μπορεί να περιλαμβάνει και την τοπική εφαρμογή κρέμας ή λοσιόν που περιέχει 1% μενθόλη.

Η φαρμακευτική κάνναβη στην αντιμετώπιση της περιφερικής νευροπάθειας

Σημαντική βοήθεια στην αντιμετώπιση της περιφερικής νευροπάθειας φαίνεται πως προσφέρει τα τελευταία χρόνια η χρήση της φαρμακευτικής κάνναβης.

Η περιφερική νευροπάθεια αναπτύσσεται λόγω βλάβης στα περιφερικά νεύρα, δηλαδή στα νεύρα που βρίσκονται έξω από τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό και βρίσκονται σε κάθε σημείο του σώματός μας.

Πολλοί συχνά μας ρωτούν πώς η φαρμακευτική κάνναβη μπορεί να βοηθήσει στη νευρική βλάβη. Το νευρικό μας σύστημα είναι πλούσιο σε υποδοχείς ενδογενών και συνθετικών κανναβινοειδών. Μέσω αυτών των υποδοχέων έχει νευροαναγεννητική, νευροπροστατευτική, αντιφλεγμονώδη και αναλγητική δράση.

Η κάνναβη αναστέλλει την παραγωγή του NF-kb και επομένως την παραγωγή φλεγμονωδών κυτοκινών μειώνοντας τον πόνο που δημιουργείται από την φλεγμονή και τον αλγαισθητικό (nociceptive) πόνο.

Η CBD προστατεύει τη μυελίνη (το εξωτερικό περίβλημα των νεύρων) που έχει προστατευτικό ρόλο και είναι αναγκαία για τη φυσιολογική λειτουργία των νεύρων. Η CBD έχει επίσης αποδειχθεί ότι δρα ως «νευροπροστατευτικός παράγοντας» μέσω διαφόρων μηχανισμών, όπως η «ομαλοποίηση της ομοιόστασης γλουταμινικού οξέος, η μείωση του οξειδωτικού στρες και η εξασθένιση της γλοιακής ενεργοποίησης».

Οι περισσότεροι ασθενείς, στην αντιμετώπιση της περιφερικής νευροπάθειας, ανταποκρίνονται καλύτερα σε μια υψηλότερη αναλογία CBD προς THC της τάξης του 1:4 ή ακόμα και 1:20. Η συνεργική δράση μιας μικρής ποσότητας THC αυξάνει την δράση και των δύο κανναβινοειδών.

Όμως, συχνά στην αντιμετώπιση αυτής της σημαντικής παρενέργειας, προτείνετε υψηλής αναλογία CBD κατά τη διάρκεια της ημέρας με υψηλής αναλογίας THC πριν το βραδινό ύπνο. Η υψηλή CBD μειώνει την φλεγμονή και την παραγωγή κυτοκινών. Είναι εύκολη στη χρήση κατά τη διάρκεια της ημέρας, καθώς δεν σας αποπροσανατολίζει και δεν επηρεάζει τη βραχυπρόθεσμη μνήμη, την  οδήγηση ή την συγκέντρωση. Επιπλέον, το THC μπορεί βοηθά τους ανθρώπους να κοιμηθούν και αυτός είναι ένας ακόμα λόγος που πολλοί επιλέγουν να το χρησιμοποιούν τη νύχτα.

Καρκινικός Πόνος

Ο πόνος έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής των καρκινοπαθών. Σχεδόν οι μισοί από τους ασθενείς που διαγιγνώσκονται με καρκίνο θα παρουσιάσουν μετρίου έως σοβαρού βαθμού πόνο, ενώ το ποσοστό αυτό αυξάνεται στους ασθενείς με μεταστατικό και προχωρημένου σταδίου καρκίνο.

Ο χρόνιος καρκινικός πόνος έχει συνήθως δύο συνιστώσες: τον αλγαισθητικό (nociceptive) πόνο, ο οποίος προέρχεται από τη συστηματική φλεγμονώδη αντίδραση το νευροπαθητικό πόνο, ο οποίος προκύπτει από βλάβη στο νευρικό σύστημα.

Έτσι, η φαρμακολογική διαχείριση του χρόνιου καρκινικού πόνου πρέπει να στοχεύει στο επίπεδο των περιφερικών νεύρων, του νωτιαίου μυελού και του εγκεφάλου.

Υπάρχουν πλέον επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ότι τα κανναβινοειδή προκαλούν την μείωση του πόνου ενεργοποιώντας τους υποδοχείς ενδοκανναβινοειδών CB1 του εγκεφάλου, του νωτιαίου μυελού και των περιφερικών νεύρων και ότι τα ενδοκανναβινοειδή έχουν τη φυσιολογική λειτουργία να καταστέλλουν τον πόνο αναστέλλοντας την αλγαισθητική νευρομεταβίβαση.

Επιπλέον, οι περιφερειακοί υποδοχείς του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος CB2 μπορούν να προκαλέσουν τοπική αναλγησία, πιθανώς μέσω της αναστολής της απελευθέρωση διαφόρων διαμεσολαβητών του πόνου και της φλεγμονής, οι οποίες είναι σημαντικές στη διαχείριση του καρκίνου του πόνου ενώ φαίνεται να αυξάνουν και την απελευθέρωση των οπιοειδών αναλγητικών.

Η κεντρική δράση των κανναβινοειδών είναι διαφορετική από εκείνη των οπιοειδών και δεν παρεμποδίζεται από τους ανταγωνιστές των οπιοειδών. Αυτό θέτει τη κάνναβη ως μια ενδεχόμενη συμπληρωματική αναλγητική θεραπεία στην ιδιαίτερα αποτελεσματική θεραπεία με οπιοειδή.

Σε μελέτες για την αποτελεσματικότητα της προσθήκης THC σε χρόνια θεραπεία με οπιοειδή έχει αποδειχθεί ότι καλύτερη αποτελεσματικότητα στην ανακούφιση από τον πόνο επιτυγχάνεται με τον συνδυασμό THC και CBD.

Η ανάπτυξη κλινικών μελετών με σκοπό να ερευνηθεί η δράση των κανναβινοειδών στη θεραπεία του καρκινικού πόνου, συμπεριλαμβανομένων των ασθενών με τελικού σταδίου καρκίνο, είναι αναγκαία και δικαιολογημένη και, στην πραγματικότητα, αρκετές από αυτές βρίσκονται τώρα σε εξέλιξη.

Ο αλγαισθητικός πόνος προέρχεται από την ενεργοποίηση των υποδοχέων του πόνου, που βρίσκονται σε όλους τους ιστούς εκτός από το Κεντρικό Νευρικό Σύστηµα (ΚΝΣ), και συνδέεται µε βλάβη των περιφερικών ιστών.

Ο περιφερικός νευροπαθητικός πόνος ενεργοποιείται ή προκαλείται από πρωτογενή βλάβη ή δυσλειτουργία του περιφερικού νευρικού συστήματος.

Ναυτία και Έμετος

Η παρατεταμένη ναυτία και ο έμετος είναι μια αρνητική παρενέργεια που συνοδεύει τακτικά τη χορήγηση των χημειοθεραπευτικών φαρμάκων. Αυτό το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα της θεραπεία μπορεί να είναι τόσο σοβαρό ώστε ορισμένοι ασθενείς να υποχρεώνονται να διακόπτουν τη θεραπευτική τους αγωγή.  Τις περισσότερες φορές η αντιεμετική αγωγή ξεκινά προληπτικά πριν την εμφάνιση της ναυτίας ενώ εντατικοποιείται όταν  εμφανίζεται και επηρεάζει τη ποιότητα ζωής των καρκινοπαθών.

Η κάνναβη είναι γνωστή για τις αντιεμετικές της ιδιότητες, γεγονός που την καθιστά μια ελκυστική θεραπεία για την αντιμετώπιση της ναυτίας και του εμέτου που προκαλείται από τη χημειοθεραπεία. Φαίνεται πως η THC δρα κατά της ναυτίας μέσω της δράσης της στους υποδοχείς CB1 του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος στο κέντρο ελέγχου της ναυτίας στο κεντρικό νευρικό σύστημα αλλά και αναστέλλοντας απευθείας τη κινητικότητα του πεπτικού συστήματος.

Μια καλή ισορροπία μεταξύ αποτελεσματικότητας και ανεπιθύμητων ενεργειών επιτυγχάνεται με σχετικά μέτριες δόσεις THC (~ 5,0 mg / ημέρα), και η δόση αυτή θα μπορούσε να αυξηθεί κατά τη διάρκεια των ημερών χορήγησης χημειοθεραπείας.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι τα κανναβινοειδή επιδρούν αποτελεσματικά τόσο στην πρόληψη εμφάνισης όσο και κατά τη διάρκεια της καθυστερημένης φάσης της ναυτίας, η οποία παρουσιάζεται 24 ώρες ή περισσότερο από τη χορήγηση της χημειοθεραπείας και η οποία δεν ελέγχεται επαρκώς με τους ανταγωνιστές του υποδοχέα της σεροτονίνης 5-ΗΤ3 που αποτελούν τη συνηθέστερη φαρμακευτική αντιεμετική αγωγή.

Έχουν γίνει πολυάριθμες μελέτες που συγκρίνουν τις αντιεμετικές ιδιότητες της κάνναβης και των παραγώγων της με εκείνες της κλασσικής φαρμακευτικής αγωγής που χρησιμοποιείται συνήθως κατά τη διάρκεια της χημειοθεραπείας και οι οποίες αποδεικνύουν ότι η φαρμακευτική κάνναβη δεν υστερεί σε σχέση με τη φαρμακευτική αγωγή και μπορεί να αποτελέσει μια σημαντική συμπληρωματική και συνδυαστική αγωγή.

Ανορεξία και απώλεια βάρους

Περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς με προχωρημένο καρκίνο θα παρουσιάσουν ανορεξία και απώλεια βάρους. Όπως αναφέρουμε στην

τους περιβάλλον κατατάσσει τον “υποσιτισμό” ως μία από τις πιο ενοχλητικές συνέπειες του καρκίνου.

Η ανορεξία, η οποία συνοδεύεται πάντα στους καρκινοπαθείς και από έναν έντονα καταβολικό μηχανισμό, οδηγεί τελικά σε μαζική απώλεια βάρους και μυϊκής μάζας (καχεξία, σαρκοπενία) ενώ αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου νοσηρότητας αυξάνοντας τη θνησιμότητα.

Περίπου το ένα τρίτο των ασθενών με καρκίνο χάνουν περισσότερο από το 5% του αρχικού σωματικού βάρους τους και το σύνδρομο της καρκινικής καχεξίας εκτιμάται ότι προκαλεί το 20% των θανάτων από καρκίνο.

Πολλές μελέτες έχουν ερευνήσει την αποτελεσματικότητα της THC και άλλων κανναβινοειδών και σύμφωνα με τα έως τώρα αποτελέσματα φαίνεται να διεγείρουν την όρεξη αυξάνοντας την πρόσληψη τροφής και κατά συνέπεια του βάρους. Αυτή η δράση των κανναβινοειδών παρατηρείται ιδιαίτερα όταν χορηγούνται σε χαμηλές έως μέτριες δόσεις, οι οποίες δεν οδηγούν σε σημαντικές παρενέργειες.

Φαίνεται ότι το ενδοκανναβινοειδές σύστημα του οργανισμού μας χρησιμεύσει ως ένας φυσιολογικός ρυθμιστής της όρεξης. Για παράδειγμα, τα ενδοκανναβινοειδή και οι CB1 υποδοχείς υπάρχουν στον υποθάλαμο, δηλαδή την περιοχή του εγκεφάλου που ελέγχει την πρόσληψη τροφής. Τα επίπεδα των ενδοκανναβινοειδών του υποθαλάμου μειώνονται από τη λεπτίνη, μία από τις κύριες ανορεξικές ορμόνες στον οργανισμό μας. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια μελετάται ένα νέο φάρμακο κατά της παχυσαρκίας [rimonabant (SR141716)] ο τρόπος δράσης του οποίου είναι μέσω του αποκλεισμού των CB1 υποδοχέων των ενδοκαναβινοειδών και το οποίο αναστέλλει την όρεξη και προκαλεί απώλεια βάρους. Αν και η βασική άποψη είναι ότι τα κανναβινοειδή ελέγχουν την όρεξη στο επίπεδο του κεντρικού νευρικού συστήματος μέσω των CB1 υποδοχέων, οι ίδιοι υποδοχείς βρίσκονται και στα περιφερικά νεύρα και τα λιποκύτταρα και μέσω αυτών μπορούν με κάποιον σύνθετο μηχανισμό να συμμετέχουν στη ρύθμιση της διατροφικής συμπεριφοράς.

Σημαντικές πληροφορίες από μια σειρά κλινικών δοκιμών υποστηρίζουν τις ιδιότητες διέγερσης της όρεξης του THC. Συγκεκριμένα, η δράση διέγερσης της όρεξης (ορεξιογόνο) της THC έχει παρατηρηθεί επανειλημμένα σε ασθενείς με AIDS, και έτσι το dronabinol (μια συνθετική εκδοχή της THC) συνταγογραφείται για την αντιμετώπιση της ανορεξίας και της απώλειας βάρους σε ασθενείς με AIDS, σε ένα δοσολογικό εύρος 2,5-5,0 mg / ημέρα. Σε ασθενείς με καρκίνο, τουλάχιστον τρεις κλινικές δοκιμές φάσης ΙΙ έχουν καθορίσει τη σχέση μεταξύ της αυξημένης όρεξης και της πρόληψης της απώλειας σωματικού βάρους μετά από θεραπεία με THC ενώ μια μελέτη φάσης ΙΙΙ επιβεβαίωσε την ορεξιογόνο ιδιότητα της THC σε δόση 5,0 mg / ημέρα σε ασθενείς με προχωρημένο καρκίνο.

Συναισθηματικές διαταραχές

Είναι ιδιαίτερα συχνή η εμφάνιση συναισθημάτων φόβου, θλίψης, κατάθλιψης και θυμού που σχετίζονται με τη διάγνωση και τη θεραπεία του καρκίνου. Επιπλέον, κυρίως λόγω αυτών των συναισθηματικών διαταραχών, ένα ακόμα συχνό φαινόμενο που παρατηρείται στους ασθενείς που πάσχουν από καρκίνο είναι η αϋπνία. Μελέτες έχουν αναδείξει το ρόλο των κανναβινοειδών στη βελτίωση της συναισθηματικής διάθεσης ασθενών που πάσχουν από καρκίνο. 

Η επιλεκτική δράση των κανναβινοειδών στα καρκινικά κύτταρα

Παρόλο που η έρευνα που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών μας έχει δώσει σημαντικές πληροφορίες για τους ενδοκυττάριους μηχανισμούς σηματοδότησης μέσω των οποίων πραγματοποιείται η αντικαρκινική δράση των κανναβινοειδών, υπάρχουν ακόμα αρκετά αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με το ρόλο των υποδοχέων και των ενδογενών κανναβινοειδών τόσο σε ότι αφορά τη φυσιολογική τους λειτουργία στην διατήρηση της ομοιόστασης, δηλαδή στη διατήρηση της ισορροπίας σημαντικών λειτουργιών του οργανισμού μας όσο και σε ότι αφορά την αντικαρκινική τους δράση.  

Η δράση του ενδοκαναβινοειδούς συστήματος  φαίνεται να είναι αυξημένη σε ορισμένα κακοήθη νεοπλάσματα σε σύγκριση με τα φυσιολογικά κύτταρα και αυτό παρατηρείται κυρίως στους περισσότερο επιθετικούς καρκίνους, υποδηλώνοντας ότι τα ενδοκανναβινοειδή μπορεί να παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του όγκου.

Ο ακριβής μοριακός μηχανισμός δράσης των κανναβινοειδών, όσο τουλάχιστον έχουμε καταφέρει να αποκωδικοποιήσουμε, είναι πολύπλοκος και δύσκολο να αναλυθεί λεπτομερώς.

Με απλά λόγια, η απευθείας αντικαρκινική δράση των κανναβινοειδών συνοψίζεται στα εξής:

1) Πρόκληση θανάτου των καρκινικών κυττάρων μέσω της απόπτωσης (δηλαδή του φυσιολογικά προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου). Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του καρκινικού κυττάρου είναι η “αθανατοποίηση” του μέσα από την απώλεια του μηχανισμού της απόπτωσης. Η φαρμακευτική-ιατρική κάνναβη, όπως φαίνεται από εργαστηριακές μελέτες έχει τη δυνατότητα μέσα από το μοριακό μηχανισμό δράσης της να ενεργοποιήσει και πάλι τη διαδικασία του φυσιολογικού θανάτου στα καρκινικά κύτταρα, εκτός των άλλων και μέσω του φαινομένου της αυτοφαγίας (για την ανακάλυψη του φαινομένου της αυτοφαγίας ο Yoshinori Ohsumi βραβεύτηκα με το βραβείο Nobel ιατρική το 2016). Το ίδιο φαινόμενο παίζει σημαντικό ρόλο και στη δράση της διαλειμματικής νηστείας ως βοηθητική θεραπεία κατά του καρκίνου.

2) Αναστολή της αγγειογένεσης, της δυνατότητας διήθησης και δημιουργίας μετάστασης.

Ο κακοήθης όγκος και τα καρκινικά κύτταρα από τα οποία αποτελείται αποκτούν, κατά τη μετατροπή τους από φυσιολογικά σε καρκινικά, κάποια επιπλέον χαρακτηριστικά που τους επιτρέπουν την επιβίωση και την εξάπλωση τους. Η αγγειογένεση είναι το φαινόμενο κατά το οποίο στο εσωτερικό ενός όγκου δημιουργούνται νέα αγγεία ώστε να μεταφερθούν θρεπτικά συστατικά μέσω του αίματος στα καρκινικά κύτταρα με σκοπό αυτά να μπορέσουν να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν. Η δυνατότητα διήθησης των γύρω ιστών και η δημιουργία μετάστασης είναι ίσως τα δύο βασικότερα χαρακτηριστικά του καρκινικού κυττάρου και εκείνα που του δίνουν την ιδιαίτερη δυνατότητα να προκαλέσει τον θάνατο. Το ενδοκανναβινοειδές σύστημα  μέσω των υποδοχέων του, των ενδογενών κανναβινοειδών και των ανάλογων συνθετικών κανναβινοειδών μπορεί να αναστείλει τόσο την αγγειογένεση όσο τη δυνατότητα διήθησης και δημιουργίας μετάστασης.

3) Ρύθμιση της δράσης του ανοσοποιητικού μας συστήματος κατά του καρκίνου

Ένα ακόμα βασικό χαρακτηριστικό των καρκινικών κυττάρων είναι η ικανότητα που έχουν να “ξεγελούν” το ανοσοποιητικό μας σύστημα και να αποφεύγουν τη καταστροφή τους.

Η διέγερση των υποδοχέων του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές αλλαγές στις διεργασίες που ρυθμίζουν την αντικαρκινική ανοσία αναστέλλοντας τη καταστολή του ανοσοποιητικού ενάντια στα καρκινικά κύτταρα και ελαττώνοντας το φαινόμενο της διάχυτης φλεγμονής που συνοδεύει τη παρουσία καρκίνου.

Τα κανναβινοειδή σε διαφόρους τύπους καρκίνου

Τα κανναβινοειδή είναι μια κατηγορία φαρμακολογικών ενώσεων οι οποίες βάσει του μηχανισμού δράσης τους προσφέρονται σαν μια πιθανή επιλογή και ως αντικαρκινικά φάρμακα, λόγω της διαφαινόμενης ικανότητας ορισμένων μελών αυτής της κατηγορίας να περιορίσουν τη φλεγμονή, τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό και την επιβίωση των καρκινικών κυττάρων.

Ειδικότερα, νέα αποδεικτικά στοιχεία δείχνουν ότι οι αγωνιστές των υποδοχέων κανναβινοειδών που εκφράζονται στα κύτταρα του όγκου προσφέρουν τη δυνατότητα μιας νέας στρατηγικής για τη θεραπεία του καρκίνου.

Υπάρχουν πολλές μελέτες που προκαλούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς ερευνούν την ανάπτυξη και αποτελεσματικότητα ισχυρών, μη τοξικών και μη εθιστικών κανναβινοειδών για την απευθείας θεραπεία του καρκίνου και όχι μόνο των συμπτωμάτων του.

Υπάρχουν δεδομένα για τη συνεργική δράση των κανναβινοειδών με τη κλασσική φαρμακευτική αγωγή στην αντιμετώπιση διαφόρων τύπων καρκίνου όπως του εγκεφάλου, του μαστού, του προστάτη, του πνεύμονα, του παγκρέατος, του δέρματος και άλλων.

Τα δεδομένα αυτά προέρχονται από εργαστηριακές μελέτες και πρέπει ακόμα να επιβεβαιωθούν από μεγάλες και καλά σχεδιασμένες κλινικές μελέτες. Παρόλα αυτά, υπάρχουν οι θεωρητικές και εργαστηριακές αποδείξεις ότι, πιθανώς, οι ασθενείς που χρησιμοποιούν τη φαρμακευτική-ιατρική κάνναβη για την αντιμετώπιση κάποιων συμπτωμάτων της νόσου ή παρενεργειών της θεραπείας, επωφελούνται διπλά, καθώς πέραν της παρηγορητικής αγωγής γίνονται αποδέκτες και της θεραπευτικής συνιστώσας της κάνναβης κατά του καρκινικού κυττάρου.    

Ο τρόπος χορήγησης της φαρμακευτικής - ιατρικής κάνναβης

Μια από τις ιδιομορφίες της κάνναβης είναι ότι η δοσολόγηση της διαφέρει πολύ από άνθρωπο σε άνθρωπο. Δυο άνθρωποι με τα ίδια χαρακτηριστικά (βάρος, ηλικία, φύλο, διατροφή) που λαμβάνουν το ίδιο προϊόν κάνναβης για την ίδια πάθηση, μπορεί να χρειάζονται διαφορετική δόση. Στην πραγματικότητα, το ζητούμενο δεν είναι «πόση κάνναβη χρειάζεται κανείς» για να αντιμετωπίσει μια ασθένεια, αλλά πόσα Κανναβινοειδή του λείπουν, ώστε ο οργανισμός του να λειτουργήσει με τον καλύτερο τρόπο.

Γι’ αυτό το λόγο οι συμβατικές μέθοδοι προσέγγισης δεν επαρκούν για τη δημιουργία ενός πρωτοκόλλου ρύθμισης της σωστής δόσης.

Ορθό είναι να ξεκινήσει κανείς «από χαμηλά», τόσο όσο αφορά στο αριθμό των ημερήσιων δόσεων όσο και των mg ανά δόση, και να προχωρήσει σταδιακά σε μεγαλύτερη δόση μέχρι να βρεθούν τα επίπεδα που λειτουργούν καλύτερα για τον ίδιο.

Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε ποια είναι η σωστή αναλογία κανναβινοειδών πριν ξεκινήσουμε μια θεραπεία. Υπάρχουν κάποιες παθήσεις που φαίνεται ότι ανταποκρίνονται καλύτερα σε ποικιλίες με μεγάλη συγκέντρωση Κανναβιδιόλης CBD, όπως για παράδειγμα η επιληψία. Άλλες πάλι ασθένειες όπως ο καρκίνος και ο χρόνιος πόνος, δείχνουν να ανταποκρίνονται καλύτερα σε ποικιλίες με υψηλή συγκέντρωση THC.

Η «Συνδυαστική επίδραση» των συστατικών της κάνναβης

«Συνδυαστική επίδραση» ονομάζεται η συνέργεια όλων των στοιχείων του φυτού, όταν αυτά λαμβάνονται μαζί και όχι απομονωμένα.

Αν για παράδειγμα, το έλαιο που έχουμε περιέχει μόνο Κανναβιδιόλη-CBD και όχι και τα Τερπένια του φυτού και την THC που βρίσκονταν σε αυτό, τα θεραπευτικά αποτελέσματα είναι ασθενέστερα.

Ερευνητές αλλά και ασθενείς έχουν δει καλύτερα αποτελέσματα όταν εφαρμόζουν μια πλήρη αγωγή (Whole Plant Therapy). Όταν δηλαδή το τελικό θεραπευτικό σκεύασμα, οι σταγόνες για παράδειγμα, περιέχουν εκχύλισμα από όλα τα Κανναβινοειδή που βρίσκονταν στο φυτό της κάνναβης. Αυτά τα εκχυλίσματα τα ονομάζουμε πλήρους φάσματος.

Η έναρξη

Πρέπει να ξεκινήσουμε με μία μικρή δόση ( πχ. μία σταγόνα ) ενός ελαίου χαμηλής περιεκτικότητας ( πχ. 3% ), και «να ανεβαίνουμε σκαλί-σκαλί» παρατηρώντας τις αντιδράσεις του οργανισμού μας. Ανεβάζοντας τη δόση αργά και σταθερά, με διαρκή παρατήρηση, θα βρούμε το «θεραπευτικό μας παράθυρο», δηλαδή τη δοσολογία που λειτουργεί ειδικά για εμάς.

Η αρχή γίνεται με ένα συστατικό της κάνναβης

Συνήθως ξεκινάμε με Κανναβιδιόλη-CBD λόγω του εύρους των θεραπευτικών ιδιοτήτων της. Όταν φτάσουμε στην εύρεση της καλύτερης δόσης του ενός Κανναβινοειδούς, όταν έχει σταθεροποιηθεί ο ασθενής, μπορούμε να εξετάσουμε την περίπτωση να προσθέσουμε και άλλο ένα.

Για παράδειγμα, ξεκινάμε με κανναβιδιόλη, φτάνουμε στη βέλτιστη δόση (βρίσκουμε «το θεραπευτικό μας παράθυρο»), και πετυχαίνουμε μια συγκεκριμένη, σταθερή, εικόνα. Τότε μπορούμε να προσθέσουμε THC, CBDa ή ένα άλλο Κανναβινοειδές που ενδείκνυται για τη συγκεκριμένη πάθηση.

Προσθέτοντας ένα νέο Κανναβινοειδές, ακολουθούμε την ίδια διαδικασία εύρεσης του «θεραπευτικού παραθύρου μας». Ανεβάζουμε τη δόση βήμα-βήμα, παρατηρούμε και καταγράφουμε το αποτέλεσμα ώστε να το συζητήσουμε με τον ογκολόγο μας.

Αποφεύγουμε τις ταυτόχρονες τροποποιήσεις της δόσης και της σύστασης της αγωγής

Μόνο έτσι θα ξέρουμε κάθε φορά πού οφείλονται οι αντιδράσεις του οργανισμού μας. Για παράδειγμα ποτέ δεν ανεβάζουμε τη δόση μας σε έλαιο CBD Κανναβιδιόλης κατά μία σταγόνα ενώ ταυτόχρονα προσθέτουμε και CBD στην αγωγή μας.

Εξαιρέσεις βέβαια υπάρχουν, όπως για παράδειγμα μια κατάσταση στην οποία θέλουμε να αντιμετωπίσουμε γρήγορα τον πόνο. Εάν όμως δεν έχουμε στενή παρακολούθηση από ιατρό ή φαρμακοποιό, θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και επιμελείς, ώστε και να έχουμε τα καλύτερα αποτελέσματα και να γνωρίζουμε που οφείλονται αυτά.

Πως προσαρμόζουμε τη δόση

Λαμβάνουμε μία σταγόνα χαμηλής συγκέντρωσης (3% έως 10%) και περιμένουμε να δούμε εάν υπάρχει κάποια βελτίωση των συμπτωμάτων που αντιμετωπίζουμε.

Σε κάθε αλλαγή της δόσης, πρέπει να παραμείνουμε για 4 ημέρες τουλάχιστον.

Αν δεν δούμε βελτίωση, προσθέτουμε άλλη μια δόση, άλλη μια σταγόνα την ημέρα και παραμένουμε ξανά σε αυτή για 4 ημέρες, παρατηρώντας τις αντιδράσεις του οργανισμού μας.

Η σταθεροποίηση της δόσης

Μόλις δούμε κάποια «θετική αλλαγή», παραμένουμε τουλάχιστον τρεις εβδομάδες σε αυτή τη δόση, σε αυτό το «σκαλοπάτι». Οι τρεις εβδομάδες είναι το απολύτως ασφαλές όριο. Αυτό γιατί τα Κανναβινοειδή αποθηκεύονται στο λιπώδη ιστό του οργανισμού, οπότε συνήθως είναι αναγκαίο αυτό το διάστημα για να διαλυθούν πλήρως και να δούμε όλο το φάσμα των αποτελεσμάτων τους.

Πολλοί ασθενείς και ιατροί θεωρούν αρκετό και το διάστημα των δύο εβδομάδων. Η «θετική αλλαγή» που θα παρατηρήσουμε μπορεί να μην έχει άμεση σχέση με τη νόσο ή το σύμπτωμα που θέλουμε να αντιμετωπίσουμε.

Μπορεί για παράδειγμα να δούμε βελτίωση στην ποιότητα του ύπνου μας, στην όρεξη, στη συγκέντρωση ή τη διάθεσή μας.

Όταν συμπληρώσουμε τρεις εβδομάδες και έχουμε πολύ καλή και σίγουρη εικόνα για το τι αποτέλεσμα έχει αυτή η δόση σε εμάς, τότε προσθέτουμε ακόμα μία σταγόνα, αυξάνοντας τη δόση.

Πως καταλαβαίνουμε ότι έχουμε φτάσει στην ιδανική δόση για εμάς (θεραπευτικό παράθυρο)

Ανεβάζοντας τη δόση μας σταγόνα-σταγόνα και ακολουθώντας πιστά τα παραπάνω βήματα με υπομονή φτάνουμε κάποια στιγμή στο σημείο όπου δεν βλέπουμε περαιτέρω βελτίωση ακόμα και αν αυξάνουμε τη δόση.

Παράδειγμα: Ξεκινήσαμε με μια σταγόνα την ημέρα και ακολουθήσαμε πιστά την παραπάνω διαδικασία. Κρατήσαμε δηλαδή αυτή τη δόση σταθερή για 4 ημέρες, έπειτα προσθέσαμε μια δεύτερη σταγόνα και εντοπίσαμε σημεία βελτίωσης. Γι αυτό το λόγο παραμείναμε στις δύο σταγόνες για 3 εβδομάδες ώστε να σιγουρευτούμε για τη σταθερότητα του αποτελέσματος. Έπειτα ξεκινήσαμε να παίρνουμε τρεις σταγόνες. Εάν με την τρίτη σταγόνα δούμε μείωση των θετικών επιδράσεων, τότε το «θεραπευτικό μας παράθυρο» είναι οι δυο σταγόνες. Και πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτό ρυθμίζοντας τη δόση μας ξανά στις δύο σταγόνες την ημέρα.

Επανεμφάνιση των συμπτωμάτων μετά από μια περίοδο σταθερής δόσης και σταθερής κλινικής κατάστασης

Η προσεκτική παρατήρηση και καταγραφή των συμπτωμάτων είναι αναγκαία, ώστε να μην κάνουμε λάθη. Η όποια υποτροπή μπορεί για παράδειγμα να οφείλεται σε κάποιον «εξωτερικό παράγοντα»: Μια ίωση, ένα νέο φάρμακο, μια σημαντική αλλαγή στη διατροφή μας κλπ.. Οπότε θα πρέπει να κάνουμε υπομονή κρατώντας τη δόση σταθερή μέχρι οι επιρροές του «εξωτερικού παράγοντα» να εξανεμιστούν.

Όταν υπάρχει υπερβολική προσφορά Κανναβινοειδών στον οργανισμό μας (όταν παίρνουμε για παράδειγμα παραπάνω έλαιο κανναβιδιόλης από όσο πραγματικά μας χρειάζεται), καθώς ο οργανισμός προσπαθεί να κρατήσει μια ισορροπία, το ενδοκανναβινοειδές σύστημα δίνει εντολή στους υποδοχείς του «να μειωθούν», και αφήνει λιγότερους στην επιφάνεια να επεξεργαστούν τα Κανναβινοειδή που εμείς το τροφοδοτούμε.

Το αποτέλεσμα είναι να χάσουμε την καλή εικόνα που είχαμε, να έχουμε υποτροπή, να επανεμφανιστούν δηλαδή τα δυσάρεστα συμπτώματα της ασθένειας. Αν παρουσιαστεί λοιπόν υποτροπή ή κορεσμός, μπορούμε να δοκιμάσουμε μία «επανεκκίνηση» της θεραπείας.

Πως κάνουμε την επανεκκίνηση

Σε επανεκκίνηση λόγω υποτροπής ή κορεσμού, κάνουμε ένα διάλειμμα τουλάχιστον 2 ημερών, μιας και σύμφωνα με τις μελέτες σε δύο ημέρες οι υποδοχείς Κανναβιννοειδών του οργανισμού επανέρχονται στο 90% της λειτουργίας τους.

Επιστρέφοντας στη χορήγηση κάνναβης θα ξεκινήσουμε «ένα σκαλί» παρακάτω από εκεί που σταματήσαμε. Εάν για παράδειγμα παίρναμε 10 σταγόνες την ημέρα και οδηγηθήκαμε στην ανάγκη επανεκκίνησης, επιστρέφοντας στη λήψη θα ξεκινήσουμε από τις 9 σταγόνες.

Αναγκαστικό διάλειμμα στη χορήγηση Κανναβιννοειδών

Ασθενείς που βρίσκονται σε μακρόχρονη θεραπεία χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα υψηλές δόσεις για να αντιμετωπίσουν βαριές ασθένειες, επιβάλλεται να κάνουν περιστασιακά ένα διάλειμμα διάρκειας δυο ημερών έστω και μία φορά το μήνα.

Υπάρχουν ασθενείς που, ως μέρος της θεραπευτικής τακτικής τους κάνουν ανά τακτά διαστήματα διάλειμμα χωρίς να προχωρούν έπειτα σε μείωση ή αύξηση της δόσης τους. Έχουν δει ότι με αυτόν τον τρόπο μπορούν να συντηρήσουν την καλή εικόνα που έχουν.

 Ιδιαίτερη προσοχή – Παρενέργειες των κανναβινοειδών

Η λήψη κανναβινοειδών, εφόσον γίνει με προσοχή και σύμφωνα με τις οδηγίες και την παρακολούθηση του θεράποντος ογκολόγου, σπάνια θα οδηγήσει σε έντονες ανεπιθύμητες ενέργειες. Μερικές από αυτές είναι:

Αλληλεπίδραση με το μεταβολισμό άλλων φαρμάκων στο συκώτι 

Μια υψηλή δόση προϊόντων κάνναβης μπορεί να αλληλεπιδράσει με ορισμένα ένζυμα που βρίσκονται στο ήπαρ (το συκώτι) με αποτέλεσμα την αυξομείωση του μεταβολισμού κάποιων φαρμάκων. Η αλληλεπίδραση του μεταβολισμού των κανναβινοειδών με τον μεταβολισμό της φαρμακευτικής αγωγής στο συκώτι σημαίνει ότι κάποια φάρμακα θα παρουσιάσουν μεγαλύτερη ή μικρότερη αποτελεσματικότητα. Αυτά που θα έχουν μεγαλύτερη από την αναμενόμενη δράση θα οδηγήσουν σε εντονότερες παρενέργειες ενώ όσα θα έχουν μειωμένη δράση θα είναι και λιγότερο αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση του νοσήματος.  

Συνήθως η ρύθμιση της περιοδικότητας χορήγησης των φαρμάκων μέσα στην ημέρα αρκεί, ώστε να ξεπεραστούν τα όποια προβλήματα. Θα πρέπει όμως να είμαστε σε συνεννόηση με τον ογκολόγο μας ώστε η ρύθμιση να γίνει σωστά.

Αναλυτικότερα: Οποιοδήποτε φάρμακο μεταβολίζεται από τα ένζυμα του κυτοχρώματος Ρ-450 θα μπορούσε δυνητικά να αλληλεπιδράσει με τα προϊόντα κάνναβης. Τα φάρμακα αυτά είναι πολλά είναι αναγκαίο η χρήση προϊόντων της κάνναβης να γίνεται μετά τη λήψη λεπτομερούς ιατρικού ιστορικού από τον ογκολόγο σας, ο οποίος θα πρέπει να σας παρακολουθεί τακτικά προς αποφυγή σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών από τα συγχορηγούμενα με τη κάνναβη φάρμακα.  

Χαμηλή πίεση αίματος – ελαφρά ζαλάδα

Είναι σπάνια παρενέργεια και η διάρκειά της είναι προσωρινή. Εάν όμως παίρνουμε φάρμακα για την αρτηριακή πίεση, θα πρέπει να μιλήσουμε οπωσδήποτε με τον ογκολόγο μας προτού αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε έλαια κάνναβης.

Υπνηλία

Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες εάν η δόση κανναβινοειδών είναι υψηλή μπορεί να προκαλέσει υπνηλία (συνήθως σε περιπτώσεις υπερδοσολογίας). Εάν βρεθούμε σε τέτοια κατάσταση, θα πρέπει να αποφύγουμε τη χρήση οποιουδήποτε μηχανήματος ή την οδήγηση.

Η εμφάνιση υπνηλίας είναι σπάνια και στις περισσότερες περιπτώσεις, εάν η δόση είναι κατάλληλη, η Κανναβιδιόλη-CBD θα λειτουργήσει ως παράγοντας που προκαλεί μια κατάσταση «αφύπνισης και ενέργειας».

Είναι επίσης μια παρενέργεια που κάποιες φορές την επιθυμούμε για τη διόρθωση της αϋπνίας, που παρατηρείται πολύ συχνά σε ανθρώπους που έχουν διαγνωστεί με καρκίνο.

Σας συνιστούμε να μιλήσετε με τον ογκολόγο σας για οποιαδήποτε ιατρική κατάσταση αντιμετωπίζετε είτε ως αποτέλεσμα της θεραπείας είτε ως αποτέλεσμα της νόσου. Οι πληροφορίες που περιέχονται σε αυτή την ιστοσελίδα είναι χρήσιμες και ενημερωτικές, αλλά σε καμία περίπτωση, δεν υποκαθιστούν τη συμβουλή του θεράποντος ογκολόγου