.

                                    Καρκίνος στο συκώτι (ήπαρ)

Σε αυτή τη σελίδα:

Το συκώτι (ήπαρ) είναι ένα από τα μεγαλύτερα όργανα του σώματος μας.

Βρίσκεται ακριβώς κάτω από τον δεξιό πνεύμονα και αποτελείται από δύο λοβούς, το δεξιό και τον αριστερό. Τα κύρια λειτουργικά κύτταρα από τα οποία αποτελείται το ήπαρ είναι τα ηπατοκύτταρα.

Το ήπαρ έχει πολλές σημαντικές λειτουργίες στον οργανισμό μας όπως:

  • στο μεταβολισμό των πρωτεϊνών (σύνθεση και αποδόμηση) όπως της  αλβουμίνης, το κύριο ωσμωτικό συστατικό του πλάσματος του
    αίματος σύνθεση χοληστερόλης και παραγωγή των τριγλυκεριδίων
  • συνθέτει τους παράγοντες πήξης (πρωτεΐνες που βοηθούν στην πήξη του αίματος)
  • παράγει και εκκρίνει τη χολή που παίζει σημαντικό ρόλο στην απορρόφηση και την πέψη του λίπους
  • αποδομεί ή τροποποιεί τοξικές ουσίες, όπως επίσης και την πλειονότητα των φαρμακευτικών προϊόντων  και πολλές άλλες.

Ο καρκίνος στο συκώτι (ήπαρ)

Η παρουσία καρκίνου στο συκώτι μπορεί να οφείλεται

  1. σε μεταστατικό καρκίνο, δηλαδή ένα καρκίνο που εμφανίστηκε σε κάποιο άλλο όργανο και μεταφέρθηκε στο συκώτι ή
  2. σε πρωτοπαθή καρκίνο ήπατος δηλαδή έναν καρκίνο που πρωτοεμφανίστηκε στο συκώτι

Συμπτώματα που μπορεί να προκαλέσει η παρουσία κακοήθειας στο ήπαρ (συκώτι)

Η παρουσία καρκίνου στο συκώτι, στα πρώτα στάδια και σε μικρό μέγεθος μπορεί να μην προκαλέσει κανένα σύμπτωμα καθώς το συκώτι είναι ένα αρκετά μεγάλο όργανο και μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί φυσιολογικά.

Σε πιο προχωρημένα στάδια, με μεγαλύτερης διάστασης όγκους θα εμφανιστούν κάποια συμπτώματα που δεν είναι όμως αποκλειστικά συμπτώματα παρουσίας κακοήθειας στο συκώτι, αλλά μπορούν να παρουσιαστούν και σε άλλα καλοήθη νοσήματα, όπως:

  • Απώλεια όρεξης
  • Ναυτία
  • Εύκολη κόπωση
  • Απώλεια βάρους
  • Πυρετό
  • Κίτρινη απόχρωση του δέρματος, του σκληρού χιτώνα (λευκό μέρος) των ματιών και σκούρα ούρα
  • Κνησμό (φαγούρα)
  • Αίσθημα βάρους ή πόνο στη κοιλιά
  • Ασκίτη (συγκέντρωση ελεύθερου υγρού στη κοιλία)
  • Οίδημα στα κάτω άκρα (πόδια) κυρίως στους αστραγάλους

Διάγνωση

Η διάγνωση παρουσίας καρκίνου στο συκώτι δεν είναι δύσκολη.

Συνήθως το πρώτο βήμα είναι η κλινική εξέταση από τον ιατρό.

Ακολουθούν οι εξετάσεις αίματος και οι απεικονιστικές εξετάσεις.

Οι εξετάσεις αίματος πραγματοποιούνται με σκοπό να διαπιστώσουμε τη λειτουργικότητα του ήπατος και τη πιθανή καταστροφή ηπατοκυττάρων. 

   Οι απεικονιστικές εξετάσεις που μπορούν να μας βοηθήσουν στη διάγνωση είναι το υπερηχογράφημα του ήπατος, η αξονική τομογραφία και η μαγνητική τομογραφία.

   Τόσο οι αιματολογικές όσο και οι απεικονιστικές εξετάσεις μπορούν να επιβεβαιώσουν τη παρουσία ενός όγκου στο συκώτι αλλά η τελική διάγνωση γίνεται πάντα και μόνο με βιοψία ήπατος είτε χειρουργικά είτε μέσω μια βελόνας που διαπερνά το κοιλιακό τοίχωμα και εισέρχεται στο συκώτι και στον όγκο. Αυτό γίνεται συνήθως υπό αξονικό τομογράφο ή με τη βοήθεια υπερήχου για να μπορεί να εντοπιστεί η θέση του όγκου.

Η συνήθης αντιμετώπιση του ηπατικού καρκίνου

   Η αντιμετώπιση ενός όγκου στο ήπαρ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την προέλευση του, δηλαδή από το εάν ο όγκος είναι πρωτοπαθής ή μεταστατικός και σε περίπτωση που είναι μεταστατικός από το ποιο όργανο προέρχεται.

   Όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με πρωτοπαθή ηπατικό καρκίνο ή με μεταστάσεις από καρκίνο παχέος εντέρου οι θεραπευτικές μας επιλογές συνήθως είναι δύο: η χειρουργική εξαίρεση του όγκου και η ενδοφλέβια ή από του στόματος συστηματική θεραπεία.

    Εάν ο όγκος είναι περιορισμένης έκτασης και μπορεί να εξαιρεθεί συνήθως η πρώτη μας επιλογή είναι η χειρουργική επέμβαση ακολουθούμενη από συστηματική θεραπεία.

    Σκοπός της χειρουργικής επέμβασης στο συκώτι είναι να αφαιρεθεί πλήρως ο όγκος. Σε πολλές περιπτώσεις όμως είτε λόγω μεγέθους είτε λόγω θέσης του νεοπλάσματος μέσα στο ήπαρ, αυτό δεν είναι εφικτό.

    Σε αυτή τη περίπτωση οδηγούμαστε πρώτα στη χορήγηση συστηματικής θεραπείας έχοντας ως στόχο τη μείωση της έκτασης του όγκου, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα στο χειρουργό να τον αφαιρέσει.

   Όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μεταστατικό καρκίνο στο συκώτι από το πάγκρεας, το στομάχι, το μαστό, το μελάνωμα, τον πνεύμονα και άλλους, βάσει των παγκόσμιων κατευθυντήριων οδηγιών  συνήθως αποφεύγουμε τη χειρουργική εξαίρεση και η πλήρης αντιμετώπιση εναπόκειται στην ενδοφλέβια ή από του στόματος συστηματική θεραπεία.

Ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας

Η ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας θεωρείται παγκοσμίως από τις πιο αποτελεσματικές θεραπείες στον πρωτοπαθή ηπατικό καρκίνο (ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα και χολαγγειοκαρκίνωμα) και στις ηπατικές μεταστάσεις από τον καρκίνο του παχέος εντέρου, του παγκρέατος, του στομάχου και σε μικρότερο βαθμό του μαστού και του μελανώματος.

Είναι μια βασική επιλογή θεραπείας, που υποστηρίζεται από τις παγκόσμιες κατευθυντήριες οδηγίες για την αντιμετώπιση του καρκίνου, κυρίως όταν η ηπατική νόσος παύει να ανταποκρίνεται πλέον στη συστηματική θεραπεία και επηρεάζει αρνητικά την εξέλιξη της νόσου και την επιβίωση του ασθενούς.

Τα σημαντικά αποτελέσματα που έχει παρουσιάσει αυτή η μέθοδος χορήγησης χημειοθεραπείας στους ασθενείς τελικού σταδίου χωρίς πλέον θεραπευτικές επιλογές, οδήγησαν πολλά ογκολογικά κέντρα ανά τον κόσμο να τη μελετήσουν και σε καρκίνους αρχικού σταδίου παρατηρώντας, κυρίως στον καρκίνο του παχέος εντέρου και του παγκρέατος, σημαντικά οφέλη σε ότι αφορά την επιβίωση.

Συχνά, τόσο οι ηπατικές μεταστάσεις όσο και τα πρωτοπαθή  νεοπλάσματα του ήπατος ανταποκρίνονται αρχικά στη συστηματική θεραπεία αλλά στην πορεία θα γίνουν ανθεκτικά στις συνήθεις μέγιστες δόσεις φαρμάκου που είναι αποδεκτές από τον ανθρώπινο οργανισμό.

Για το λόγο αυτό πολλά ογκολογικά κέντρα του εξωτερικού εφαρμόζουν την απευθείας χορήγηση της φαρμακευτικής αγωγής στο συκώτι (ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας).

Το σκεπτικό αυτής της τεχνικής βασίζεται τόσο σε κάποιους παράγοντες της φυσιολογίας του ήπατος όσο και σε φαρμακολογικούς παράγοντες.

   Πρώτον, οι ηπατικές μεταστάσεις μεγαλύτερες από 2-3 χιλιοστά εξαρτώνται για την ανάπτυξη τους από την παροχή αίματος από την ηπατική αρτηρία (τρέφονται δηλαδή σχεδόν αποκλειστικά από αυτή).

Το συκώτι (ήπαρ) παρουσιάζει διπλή αγγείωση καθώς αιματώνεται από την ηπατική αρτηρία, που φέρνει στο συκώτι οξυγονωμένο αίμα και από τη πυλαία φλέβα που συλλέγει και μεταφέρει στο συκώτι τη φλεβική ροή από τα όργανα της κοιλιάς. Έχει αποδειχθεί πως τόσο οι ηπατικές μεταστάσεις όσο και τα πρωτοπαθή νεοπλάσματα του ήπατος τρέφονται κυρίως από την ηπατική αρτηρία ενώ τα φυσιολογικά κύτταρα του ήπατος τρέφονται κυρίως από την πυλαία φλέβα.

    Δεύτερον, η τεχνική αυτή μας δίνει τη δυνατότητα υψηλής συγκέντρωσης του φαρμάκου στον ηπατικό όγκο (δηλαδή στα σημεία που υπάρχει καρκίνος) γεγονός που δεν είναι εφικτό με την ενδοφλέβια συστηματική θεραπεία.

   Τρίτον,  ο μεταβολισμός του φαρμάκου από το ίδιο το συκώτι και η άμεση απομάκρυνση του  πριν προλάβει να φτάσει στη συστηματική κυκλοφορία (δηλαδή στο υπόλοιπο σώμα) οδηγεί σε μειωμένη συστηματική τοξικότητα και η εμφάνιση παρενεργειών μειώνεται στο ελάχιστο, σε σύγκριση με την ενδοφλέβια χορήγηση του φαρμάκου στην ίδια δόση.

Σε περίπτωση που υποπτευόμαστε την εξάπλωση του καρκίνου και σε άλλα όργανα η τεχνική αυτή μπορεί να συνδυαστεί και με τη συστηματική ενδοφλέβια θεραπεία.

Η διαδικασία περιλαμβάνει:

τη τοποθέτηση ενός καθετήρα σε ένα μικρότερο αγγείο πριν την ηπατική αρτηρία ο οποίος συνδέεται, στην περιοχή της κοιλιάς με μία υποδόρια αντλία (port-a-cath ή pump). Η αντλία αυτή σταθεροποιείται κάτω από το δέρμα το οποίο ράβεται και δεν έχει καμία επαφή με το εξωτερικό. Η συσκευή αυτή δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα από τον ασθενή παρά μόνον από το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό κατά τη χρήση της. Η χορήγηση του φαρμάκου γίνεται με μια μικρή βελόνα που διαπερνά μόνον το δέρμα και εισέρχεται στην αντλία. Μετά το τέλος της θεραπείας η βελόνα αφαιρείται και ο ασθενής πηγαίνει στο σπίτι του.

Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται εξαρτώνται από τη νόσο που αντιμετωπίζουμε και η επιλογή τους γίνεται βάσει δύο κριτηρίων

  1. Την αποτελεσματικότητα τους στη καταπολέμηση της νόσου και
  2. Την μεγάλη απέκκριση (απομάκρυνση) τους από το ήπαρ έτσι ώστε να παρουσιάζει από τη μια μεγάλη συγκέντρωση στο συκώτι σε σχέση με τον υπόλοιπο οργανισμό, με σημαντική επομένως, θεραπευτική ανταπόκριση και από την άλλη μειωμένη συγκέντρωση στον υπόλοιπο οργανισμό με ελάχιστη τοξικότητα και περιορισμένες ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου. 

Ο πρωτοπαθής καρκίνος του ήπατος

Ο πρωτοπαθής καρκίνος του ήπατος αναφέρεται στις νεοπλασίες που αναπτύσσονται εξαρχής στο ήπαρ όπως το ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα και το χολαγγειοκαρκίνωμα.

Αυτοί οι τύποι καρκίνου παρουσιάζονται με σαφώς μικρότερη συχνότητα σε σχέση με τις ηπατικές μεταστάσεις αλλά είναι συνήθως αρκετά επιθετικοί και συχνά παρουσιάζουν μικρή ανταπόκριση ή γίνονται γρήγορα ανθεκτικοί στη συστηματική ενδοφλέβια χημειοθεραπεία ή ακόμα και στη νεότερη στοχευμένη θεραπεία.

Ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα

  Το ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα είναι ένας πρωτοπαθής όγκος του ήπατος (αναπτύσσεται δηλαδή εξαρχής στο συκώτι) και είναι ο πέμπτος συχνότερος τύπος καρκίνου αλλά με πολύ υψηλά ποσοστά θνησιμότητας. Τα τελευταία 30 χρόνια η συχνότητα του φαίνεται να έχει τριπλασιαστεί.

   Εμφανίζεται συχνότερα σε ανθρώπους με χρόνια ηπατική νόσο που οφείλεται στην ηπατίτιδα B, την ηπατίτιδα C και την κατάχρηση αλκοόλ. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας κινδύνου φαίνεται να είναι  η λιπώδης διήθηση του ήπατος (άθροιση λίπους στα κύτταρα του ήπατος) η οποία εμφανίζεται στους υπέρβαρους ή παχύσαρκους ασθενείς, ασθενείς με διαβήτη και θυρεοειδοπάθεια, ασθενείς με υπέρταση, υψηλή χοληστερίνη και τριγλυκερίδια, χαμηλή HDL (καλή χοληστερίνη) και αλκοολικούς.

Θεραπεία του ηπατοκυτταρικού καρκινώματος

   Το πρώτο βήμα στη θεραπεία του ηπατοκυτταρικού καρκινώματος είναι η αξιολόγηση του κατά πόσον δύναται να εξαιρεθεί χειρουργικά. Η απόφαση αυτή βασίζεται στη λειτουργικότητα του ήπατος πριν τη χειρουργική επέμβαση, την έκταση του όγκου μέσα στο συκώτι, και τη λειτουργικότητα του εναπομείναντος τμήματος του ήπατος μετά από τη χειρουργική επέμβαση.

   Εάν ο όγκος μπορεί να αφαιρεθεί χειρουργικά, αφαιρείται και ακολουθεί συστηματική θεραπεία.  

   Εάν ο όγκος δεν μπορεί να αφαιρεθεί τότε η αρχική του αντιμετώπιση είναι η συστηματική θεραπεία με σκοπό τη μείωση των διαστάσεων του και εν συνεχεία τη χειρουργική του εξαίρεση.

   Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα από μελέτες και με βάση τις παγκόσμιες κατευθυντήριες οδηγίες για την αντιμετώπιση του ηπατοκυτταρικού

καρκινώματος, το Nexavar (Sorafenib) θεωρείται η θεραπεία εκλογής ως πρώτης γραμμής θεραπεία.

   Το  Nexavar (Sorafenib) είναι μια από του στόματος θεραπεία, ανήκει στη κατηγορία φαρμάκων στοχευμένης θεραπείας και είναι ένας, όπως αποκαλείται, αναστολέας πολυκινάσης. Λειτουργεί μειώνοντας το ρυθμό ανάπτυξης των καρκινικών κυττάρων και διακόπτει την παροχή αίματος που επιτρέπει στα καρκινικά κύτταρα να αναπτυχθούν.

   Η χορήγηση του Nexavar (Sorafenib) δεν ενδείκνυται σε περίπτωση σοβαρής ηπατικής δυσλειτουργίας καθώς μεταβολίζεται πρωταρχικά στο ήπαρ και μέσω του ήπατος με τη χολή απεκκρίνεται στα κόπρανα. Έτσι οι ασθενείς με μειωμένη ηπατική λειτουργία θα παρουσιάσουν περισσότερες και σημαντικότερες σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες εάν υποβληθούν σε θεραπεία με Nexavar.

   Τι γίνεται όμως στις περιπτώσεις που το Nexavar (Sorafenib) δεν έχει αποτέλεσμα ή παύει κάποια στιγμή να έχει αποτέλεσμα ή δεν μπορεί να χορηγηθεί είτε λόγω της μειωμένης λειτουργικότητας του ήπατος είτε λόγω της εμφάνισης μη αποδεκτών ανεπιθύμητων και επικίνδυνων παρενεργειών;

Η ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας  (Hepatic Arterial Infusion Chemotherapy - HAIC)

  Πολλές μελέτες έχουν δείξει σημαντική ανταπόκριση και όφελος στην επιβίωση με την ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας στο προχωρημένο, μη χειρουργήσιμο,  ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα.

   Η τεχνική αυτή, χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται κυρίως στην Ιαπωνία (λόγω της μεγάλης συχνότητας του ηπατοκυτταρικού καρκινώματος) αλλά πλέον και στις Η.Π.Α. και τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο με πολύ καλά αποτελέσματα. 

  Βασίζεται στο γεγονός ότι το ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα αιματώνεται και τρέφεται από την ηπατική αρτηρία και μέσω αυτής μπορούμε να χορηγήσουμε υψηλές δόσεις φαρμάκων, επιτυγχάνοντας υψηλές συγκεντρώσεις απευθείας στον όγκο. Τα φάρμακα αυτά στη συνέχεια, θα μεταβολιστούν και θα απομακρυνθούν κατευθείαν από το συκώτι μέσω της χολής στο έντερο και τα κόπρανα και επομένως θα παρουσιάσουν ελάχιστη συγκέντρωση στη συστηματική κυκλοφορία με ελάχιστη τοξικότητα και ελάχιστες παρενέργειες.

   Τα φάρμακα που μπορούν να χορηγηθούν είναι φάρμακα κλασσικής χημειοθεραπείας όπως η σισπλατίνη, η 5-φθοριοουρακίλη (5-FU), ιντερφερόνη, δοξορουβικίνη, επιρουβικίνη και άλλα.

   Οι ενδείξεις για τη χορήγηση της ηπατικής αρτηριακής έγχυσης χημειοθεραπείας στο ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα είναι πολλές, και σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να μας δώσει τη δυνατότητα να χειρουργήσουμε έναν όγκο που αρχικά ήταν ανεγχείρητος ή να βελτιώσει την ηπατική

λειτουργία σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορέσουμε, σε δεύτερο χρόνο, να χορηγήσουμε το Nexavar (Sorafenib) σε ασθενείς που αρχικά είχαν κριθεί ακατάλληλοι. 

   Παρά το γεγονός ότι πολλές κλινικές μελέτες για την ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας στο προχωρημένο ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα είναι ακόμα σε εξέλιξη, τα έως τώρα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά και η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται παγκοσμίως με ανταποκρίσεις που σε πολλές μελέτες ξεπερνούν το 50% και προσφέρουν σημαντικό όφελος στην επιβίωση. 

Χολαγγειοκαρκίνωμα

Το χολαγγειοκαρκίνωμα είναι μια μορφή καρκίνου η οποία αναπτύσσεται στα  χοληφόρα αγγεία, τα οποία παροχετεύουν τη χολή από το ήπαρ στο λεπτό έντερο και μπορεί να επηρεάσει οποιοδήποτε τμήμα των χοληφόρων οδών, είτε εντός είτε εκτός του ήπατος.

Ανάλογα με την ανατομική του εντόπιση μπορεί να διακριθεί σε τρείς τύπους:

--Το ενδοηπατικό το οποίο περιορίζεται στα αγγεία της χολής εντός του ήπατος

--Το περιπυλαίο (όγκος του Klatskin) που εμφανίζεται στην πύλη του ήπατος όπου τα αριστερά και δεξιά ηπατικά αγγεία συναντώνται για να σχηματίσουν τον κοινό χοληδόχο πόρο  

--Το εξωηπατικό που παρουσιάζεται στα αγγεία της χολής έξω από το ήπαρ.

   Είναι ο δεύτερος σε συχνότητα πρωτοπαθής καρκίνος του ήπατος (που αναπτύσσεται δηλαδή εξαρχής στο συκώτι) με ετήσια συχνότητα εμφάνισης 1-2 περιπτώσεις ανά 100.000 στο δυτικό κόσμο.

   Αν και οι περισσότεροι ασθενείς παρουσιάζονται χωρίς εμφανείς παράγοντες κινδύνου, έχουν περιγραφεί αρκετοί από αυτούς για την ανάπτυξη του χολαγγειοκαρκινώματος. Στο δυτικό κόσμο, ο πιο συχνός είναι η πρωτοπαθής σκληρυντική χολαγγειίτιδα (φλεγμονώδης νόσος των χοληφόρων οδών), η προσβολή του ήπατος από κάποια παράσιτα και η χρόνια ηπατική νόσος με τη μορφή της ιογενούς ηπατίτιδας (ηπατίτιδα Β ή ηπατίτιδα C), της αλκοολικής ηπατικής νόσου ή της κίρρωσης του ήπατος που οφείλεται σε άλλες αιτίες.

   Όταν το χολαγγειοκαρκίνωμα δεν μπορεί να αφαιρεθεί χειρουργικά η μέση επιβίωση χωρίς θεραπεία δεν ξεπερνά τους 5 μήνες ενώ με ενδοφλέβια συστηματική θεραπεία υπολογίζεται περίπου στον ένα χρόνο.

   Η δυνατότητα ή μη, της χειρουργικής αφαίρεσης του χολαγειοκαρκινώματος, βασίζεται στη λειτουργικότητα του ήπατος πριν τη χειρουργική επέμβαση, την έκταση του όγκου μέσα στο συκώτι, και τη λειτουργικότητα του εναπομείναντος τμήματος του ήπατος μετά από τη χειρουργική επέμβαση.

  Σε ότι αφορά τους ασθενείς  οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να υποβληθούν σε χειρουργική εξαίρεση του όγκου, τα ποσοστά επιβίωσης είναι καλύτερα και φτάνουν περίπου τους 27 με 36 μήνες.

  Αυτά τα χαμηλά ποσοστά επιβίωσης, κυρίως στις περιπτώσεις όπου η νόσος δεν δύναται να αφαιρεθεί χειρουργικά, οδήγησαν πολλά ογκολογικά κέντρα ανά τον κόσμο στη διερεύνηση και ανεύρεση νέων τεχνικών με σκοπό τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας.

Η ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας  (Hepatic Arterial Infusion Chemotherapy - HAIC)

  Η ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας περιλαμβάνεται πλέον στις παγκόσμιες κατευθυντήριες οδηγίες για την αντιμετώπιση του προχωρημένου, μη χειρουργήσιμου χολαγγειοκαρκινώματος, με πολύ καλά αποτελέσματα.

   Βασίζεται στο γεγονός ότι το χολαγγειοκαρκίνωμα αιματώνεται και τρέφεται από την ηπατική αρτηρία και μέσω αυτής μπορούμε να χορηγήσουμε υψηλές δόσεις φαρμάκων, επιτυγχάνοντας υψηλές συγκεντρώσεις απευθείας στον όγκο. Τα φάρμακα αυτά στη συνέχεια, θα μεταβολιστούν και θα απομακρυνθούν κατευθείαν από το συκώτι μέσω της χολής στο έντερο και τα κόπρανα και επομένως θα παρουσιάσουν ελάχιστη συγκέντρωση στη συστηματική κυκλοφορία με ελάχιστη τοξικότητα και ελάχιστες παρενέργειες.

Παράλληλα μπορεί να χορηγηθεί και ενδοφλέβια συστηματική θεραπεία (ανάλογα με την έκταση της νόσου) σε μικρότερες δόσεις.

   Μια σημαντική αναφορά έρχεται από το  Memorial Sloan Kettering Cancer Center New York USA σύμφωνα με την οποία ασθενείς με χολαγγειοκαρκίνωμα που δεν είχαν τη δυνατότητα να χειρουργηθούν παρουσίασαν εκπληκτικά ποσοστά ανταπόκρισης (59%) στην ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας, ενώ τριπλασίασαν το ποσοστό επιβίωσης σε σχέση με την ενδοφλέβια χημειοθεραπεία.

Cancer2016;122:758-65.VC2015 American Cancer Society https://onlinelibrary.wiley.com/doi/epdf/10.1002/cncr.29824

   Άλλες αναφορές προέρχονται από ογκολογικά κέντρα απ’ όλο τον κόσμο που επιβεβαιώνουν τη την ανταπόκριση του χολαγγειοκαρκινώματος στην ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας.

   Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται είναι φάρμακα κλασσικής χημειοθεραπείας όπως FUDR (φλοξουριδίνη), σισπλατίνη, γεμσιταβίνη, οξαλιπλατίνη, 5-FU και άλλα.

Το χολαγγειοκαρκίνωμα είναι μια νόσος με, δυστυχώς, ελάχιστες θεραπευτικές επιλογές, καθώς η χειρουργική του εξαίρεση δεν είναι πάντα εφικτή και η ανταπόκριση του στα έως τώρα φαρμακευτικά σκευάσματα δεν είναι ικανοποιητική.

Η απευθείας χορήγηση της χημειοθεραπείας στο ήπαρ (συκώτι) φαίνεται να αλλάζει σημαντικά τη πορεία της νόσου, είναι μια τεχνική δοκιμασμένη και επιβεβαιωμένη σε μεγάλα ογκολογικά κέντρα και πρέπει να εφαρμόζεται σε ασθενείς όπου σύμφωνα με την κρίση της ογκολογικής ομάδας έχουν την ένδειξη. 

Μεταστατικός καρκίνος στο ήπαρ (συκώτι)

    Ως μεταστατικός καρκίνος στο συκώτι (ήπαρ) αναφέρεται η παρουσία καρκινικών κυττάρων στο συκώτι, συνήθως με τη μορφή πολλαπλών οζιδίων, ο οποίος εμφανίστηκε αρχικά σε κάποιο άλλο όργανο (παχύ έντερο, πάγκρεας, στομάχι) και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο συκώτι μέσα από τα αιμοφόρα αγγεία ή το λεμφαγγειακό σύστημα.

    Αποτελεί τη συχνότερη εκδήλωση διαφόρων τύπων καρκίνου και υποδηλώνει αρνητική εξέλιξη της νόσου, ενώ είναι η βασική αιτία θανάτου προχωρημένων μορφών νεοπλασμάτων.

   Ο βασικός λόγος για τον οποίο οι μεταστάσεις είναι τόσο συχνές στο συκώτι είναι η μεγάλη αιμάτωση που δέχεται, τόσο από την ηπατική αρτηρία όσο και από την πυλαία φλέβα.

   Οι συνηθέστερες νεοπλασίες που προκαλούν μεταστάσεις στο ήπαρ είναι ο καρκίνος του παχέος εντέρου, μαστού, στομάχου, παγκρέατος, πνεύμονα, το μελάνωμα και οι νευροενδοκρινείς όγκοι.

   Οι ηπατικές μεταστάσεις αντιμετωπίζονται σε κάποιες περιπτώσεις με τη χειρουργική εξαίρεση και συχνότερα με την ενδοφλέβια έγχυση

χημειοθεραπείας, στοχευμένης θεραπείας ή ανοσοθεραπείας ανάλογα με το όργανο από το οποίο προέρχονται.

  Συχνά ο μεταστατικός καρκίνος, και όχι μόνο στο συκώτι, κάποια στιγμή στην πορεία της νόσου μπορεί να γίνει ανθεκτικός στην ενδοφλέβια χορήγηση θεραπείας.

  Πολλά ογκολογικά κέντρα σε αυτές τις περιπτώσεις εφαρμόζουν την απευθείας έγχυση χημειοθεραπείας στο συκώτι (ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας). Με τον τρόπο αυτό μας δίνεται η δυνατότητα να πετύχουμε υψηλότερες συγκεντρώσεις φαρμάκου κατευθείαν στον όγκο, με τις οποίες μπορεί να ξεπεραστεί η αντίσταση του όγκου στα φάρμακα, κάτι το οποίο δεν είναι εφικτό μέσω της κυκλοφορίας του αίματος, γιατί θα παρουσιάζονταν εντονότατες και απειλητικές για τη ζωή παρενέργειες.

  Οι μελέτες και οι αναφορές για τη συγκεκριμένη μέθοδο χορήγησης θεραπείας είναι πολλαπλές, προέρχονται από σημαντικά ογκολογικά κέντρα ανά τον κόσμο και τα αποτελέσματα είναι σχεδόν πάντα θετικά και ενθαρρυντικά.

Ηπατικές μεταστάσεις από τον καρκίνο του παχέος εντέρου και του ορθού

   Οι ηπατικές μεταστάσεις στον καρκίνο του παχέος εντέρου είναι ένα πολύ συχνό φαινόμενο  και μπορεί να είναι παρούσες είτε ταυτόχρονα με τη διάγνωση του καρκίνου στο παχύ έντερο (15-20%) ή να παρουσιαστούν σε δεύτερο χρόνο (50%), μέσα στα επόμενα 3 χρόνια μετά τη χειρουργική εξαίρεση του όγκου και τη χορήγηση ενδοφλέβιας θεραπείας, με το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών να μην μπορούν να εξαιρεθούν χειρουργικά (75%).

   Οι ασθενείς με ηπατικές μεταστάσεις περιορισμένης έκτασης που μπορούν να αφαιρεθούν χειρουργικά, υποβάλλονται έπειτα και σε ενδοφλέβια χημειοθεραπεία. Αντίθετα, εκείνοι που δεν μπορούν, λόγω έκτασης της νόσου, να χειρουργηθούν υποβάλλονται εξαρχής σε ενδοφλέβια θεραπεία με στόχο τη μείωση των ηπατικών εστιών και τη μετέπειτα πιθανή χειρουργική τους εξαίρεση.

   Μετά την εισαγωγή της οξαλιπλατίνης και της ιρινοτεκάνης στη θεραπεία του μεταστατικού καρκίνου του παχέος εντέρου, η μέση επιβίωση των ασθενών αυτών ξεπέρασε τους 20 μήνες ενώ με τη προσθήκη των μονοκλονικών αντισωμάτων στοχευμένης θεραπείας όπως το Cetuximab (Erbitux), Panitumumab (Vectibix) και Bevasizumab (Avastin) η μέση επιβίωση του μεταστατικού καρκίνου του παχέος εντέρου πλησίασε τους 26 μήνες.

   Παρά το γεγονός ότι σε γενικές γραμμές η θεραπεία (χειρουργική και ενδοφλέβια) του καρκίνου του παχέος εντέρου έχει εξελιχθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες και έχει ιδιαίτερα ικανοποιητικά αποτελέσματα, υπάρχουν πολλοί ασθενείς οι οποίοι :

     -δεν θα μπορέσουν ποτέ να χειρουργηθούν, λόγω έκτασης της ηπατικής νόσου και ανθεκτικότητας στην ενδοφλέβια θεραπεία,

     -δεν θα ανταποκριθούν τόσο καλά στην ενδοφλέβια θεραπεία και σύντομα (σε λίγους μήνες) θα υποτροπιάσουν με νόσο ανθεκτική στη θεραπεία,

     -παρά το γεγονός ότι ανταποκρίθηκαν αρχικά καλά στη θεραπεία θα υποτροπιάσουν (δηλαδή η νόσος θα ξαναεμφανιστεί), πιθανόν με νόσο ανθεκτική, μετά από κάποια χρόνια (συνήθως 2 με 3 χρόνια).

   Σε αυτούς πρέπει να προσθέσουμε και εκείνους που δεν μπορούν να υποβληθούν σε ενδοφλέβια χημειοθεραπεία, λόγω της παρουσίας έντονων παρενεργειών, τους ευάλωτους ασθενείς λόγω της κλινικής τους κατάστασης και τους ηλικιωμένους.

Η ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας  (Hepatic Arterial Infusion Chemotherapy - HAIC)

   Στις περιπτώσεις αυτές, ιδιαίτερα αποτελεσματική φάνηκε η χορήγηση θεραπείας απευθείας στις ηπατικές μεταστάσεις μέσω της ηπατικής αρτηρίας (ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας).

Το σκεπτικό αυτής της τεχνικής βασίζεται τόσο σε κάποιους παράγοντες της φυσιολογίας του ήπατος όσο και σε φαρμακολογικούς παράγοντες.

   Πρώτον, οι ηπατικές μεταστάσεις μεγαλύτερες από 2-3 χιλιοστά εξαρτώνται για την ανάπτυξη τους από την παροχή αίματος από την ηπατική αρτηρία (τρέφονται δηλαδή σχεδόν αποκλειστικά από αυτή).

   Δεύτερον, η τεχνική αυτή μας δίνει τη δυνατότητα υψηλής συγκέντρωσης του φαρμάκου στις ηπατικές μεταστάσεις (δηλαδή στα σημεία που υπάρχει καρκίνος), γεγονός που δεν είναι εφικτό με την ενδοφλέβια συστηματική θεραπεία.

   Τρίτον,  ο μεταβολισμός του φαρμάκου από το ίδιο το συκώτι και η άμεση απομάκρυνση του  πριν προλάβει να φτάσει στη συστηματική κυκλοφορία (δηλαδή στον υπόλοιπο οργανισμό), οδηγεί σε μειωμένη συστηματική τοξικότητα και η εμφάνιση παρενεργειών μειώνεται στο ελάχιστο, σε σύγκριση με την ενδοφλέβια χορήγηση του φαρμάκου στην ίδια δόση.

   Η τεχνική της απευθείας χορήγησης της θεραπείας στο συκώτι (ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας) μελετήθηκε, αναπτύχθηκε και επιβεβαιώθηκε ως προς το όφελος κυρίως στην αντιμετώπιση των ηπατικών μεταστάσεων από καρκίνο του παχέος εντέρου.

   Οι μελέτες που υπάρχουν είναι δεκάδες και τα ογκολογικά κέντρα ανά τον κόσμο που την εφαρμόζουν είναι πολλά σε Ευρώπη, Ιαπωνία και Η.Π.Α. συμπεριλαμβανομένων δύο εκ των μεγαλύτερων ογκολογικών κέντρων, το Memorial Sloan Kettering στη Νέα Υόρκη και το MD Anderson στο Τέξας.

   Μια εντυπωσιακή μελέτη, σε ότι αφορά το νούμερο των ασθενών που συμμετείχαν και τα αποτελέσματα της, είναι εκείνη που μας έρχεται από το Memorial Sloan Kettering Cancer Center New York USA όπου μελετήθηκαν 2.368 ασθενείς με μεταστατικό καρκίνο παχέος εντέρου.

   Η μέση επιβίωση των ασθενών που υποβλήθηκαν σε ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας ήταν 67 μήνες σε αντίθεση με μόνο 44 μήνες επιβίωση εκείνων που υποβλήθηκαν στη κλασσική ενδοφλέβια χημειοθεραπεία. Η αύξηση, δηλαδή, στην επιβίωση ήταν σχεδόν 2 χρόνια. Η μελέτη βέβαια αυτή περιελάμβανε μόνο ασθενείς που είχαν τη δυνατότητα και υποβλήθηκαν σε χειρουργική εξαίρεση των ηπατικών μεταστάσεων.

   Ανάλογες μελέτες αναδεικνύουν τη σημαντική αποτελεσματικότητα και την αύξηση στα ποσοστά επιβίωσης και σε ασθενείς με μη χειρουργήσιμες ηπατικές μεταστάσεις ή σε ασθενείς με νόσο ανθεκτική στην ενδοφλέβια θεραπεία.

   Για παράδειγμα μια ακόμα μελέτη από το Memorial Sloan Kettering Cancer Center New York USA ανέδειξε την ικανότητα της ηπατικής αρτηριακής έγχυσης χημειοθεραπείας στη μείωση της έκτασης των ηπατικών μεταστάσεων και τη μετέπειτα δυνατότητα να αφαιρεθούν χειρουργικά, αφού είχε προηγηθεί η αποτυχία της ενδοφλέβιας χημειοθεραπείας στο να πετύχει κάτι ανάλογο. Το αποτέλεσμα ήταν η σημαντική επέκταση της επιβίωσης αυτών των ασθενών.

   Δεκάδες μελέτες μπορούν να αναφερθούν για την αποτελεσματικότητα της ηπατικής αρτηριακής έγχυσης χημειοθεραπείας στις ηπατικές μεταστάσεις από τον καρκίνο του παχέος εντέρου. Αναφέρθηκαν προηγουμένως, δύο από αυτές κυρίως λόγω της εγκυρότητας και της παγκοσμίως γνωστής συνεισφοράς, του συγκεκριμένου κέντρου όπου πραγματοποιήθηκαν, στην έρευνα για τον καρκίνο και την αντιμετώπιση του.

   Η ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας, όπως φαίνεται επομένως μέσα από μελέτες και όπως υποστηρίζεται και εφαρμόζεται από ογκολογικά κέντρα ανά τον κόσμο έχει απόλυτη ένδειξη στην αντιμετώπιση των ηπατικών μεταστάσεων από καρκίνο του παχέος εντέρου

•          σε ασθενείς που έχουν ήδη υποβληθεί σε πολλαπλές ενδοφλέβιες χημειοθεραπείες,

•          σε ευάλωτους ασθενείς λόγω της κλινικής τους κατάστασης και της κατάστασης ικανότητας

•          σε ασθενής που δεν μπορούν να υποβληθούν σε ενδοφλέβια χημειοθεραπεία, λόγω της εμφάνισης έντονων παρενεργειών

   Επίσης σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, σημαντικό όφελος φαίνεται να έχουν και οι ασθενείς μετά από επιτυχή αφαίρεση των ηπατικών μεταστάσεων, προφυλάσσοντας τους από τη μετέπειτα επανεμφάνιση της νόσου στο συκώτι. 

Ηπατικές μεταστάσεις από καρκίνο του παγκρέατος

Ο καρκίνος του παγκρέατος παραμένει ακόμα και σήμερα ένα από τα πιο επιθετικά ογκολογικά νοσήματα με 5ετή επιβίωση μικρότερη του 5%.

   Ο στόχος της θεραπευτικής προσέγγισης είναι η χειρουργική εξαίρεση του όγκου, είτε εξαρχής όταν αυτός κρίνεται χειρουργήσιμος βάσει της

θέσης του και της επέκτασης του, είτε σε δεύτερο χρόνο μετά από τη χορήγηση ενδοφλέβιας χημειοθεραπείας.

  Δυστυχώς όμως, το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών δεν θα μπορέσει ποτέ να υποβληθεί σε χειρουργική εξαίρεση του όγκου και αυτοί μαζί με ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών που κατάφεραν να χειρουργηθούν, θα εμφανίσουν στη πορεία ηπατικές μεταστάσεις.

   Η εξαιρεσιμότητα ή μη του παγκρεατικού όγκου εξαρτάται τόσο από την τοπική επέκταση του και τη σχέση του με τα μεγάλα αγγεία της περιοχής και τους τοπικούς λεμφαδένες όσο και από τη παρουσία, κατά τη διάγνωση του, μεταστάσεων οι οποίες σχεδόν πάντα είναι ηπατικές.

   Η ενδοφλέβια χημειοθεραπεία, σε πολλές περιπτώσεις, έχει εκπληκτικά αποτελέσματα τα οποία όμως συνήθως περιορίζονται χρονικά είτε λόγω

της ανάπτυξης αντοχής του καρκίνου στα φάρμακα είτε λόγω της μεγάλης συστηματικής τοξικότητας με παρουσία έντονων παρενεργειών, πολλές φορές απειλητικών για τη ζωή του καρκινοπαθούς.

  Αναγνωρίζοντας λοιπόν το γεγονός ότι οι ηπατικές μεταστάσεις στο καρκίνο του παγκρέατος αποτελούν ένα περιοριστικό παράγοντα στην ριζική αντιμετώπιση του και επομένως στο χρόνο επιβίωσης, αναζητήθηκαν μέσα από μελέτες διάφοροι τρόποι επίλυσης του προβλήματος.

Η ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας  (Hepatic Arterial Infusion Chemotherapy - HAIC)

   Ιδιαίτερα αποτελεσματική φάνηκε η χορήγηση θεραπείας απευθείας στις ηπατικές μεταστάσεις μέσω της ηπατικής αρτηρίας (ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας).

Το σκεπτικό αυτής της τεχνικής βασίζεται τόσο σε κάποιους παράγοντες της φυσιολογίας του ήπατος όσο και σε φαρμακολογικούς παράγοντες.

  Πρώτον, οι ηπατικές μεταστάσεις μεγαλύτερες από 2-3 χιλιοστά εξαρτώνται για την ανάπτυξη τους από την παροχή αίματος από την ηπατική αρτηρία (τρέφονται δηλαδή σχεδόν αποκλειστικά από αυτή).

   Δεύτερον, η τεχνική αυτή μας δίνει τη δυνατότητα υψηλής συγκέντρωσης του φαρμάκου στις ηπατικές μεταστάσεις (δηλαδή στα σημεία που υπάρχει καρκίνος) γεγονός που δεν είναι εφικτό με την ενδοφλέβια συστηματική θεραπεία.

   Τρίτον,  ο μεταβολισμός του φαρμάκου από το ίδιο το συκώτι και η άμεση απομάκρυνση του  πριν προλάβει να φτάσει στη συστηματική κυκλοφορία (δηλαδή στο υπόλοιπο σώμα), οδηγεί σε μειωμένη συστηματική τοξικότητα και η εμφάνιση παρενεργειών μειώνεται στο ελάχιστο, σε σύγκριση με την ενδοφλέβια χορήγηση του φαρμάκου στην ίδια δόση.

  Η τοξικότητα της ενδοφλέβιας συστηματικής θεραπείας στην αντιμετώπιση του καρκίνου του παγκρέατος είναι ένας βασικός περιοριστικός παράγοντας καθώς είναι συχνές οι έντονες παρενέργειες που σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να αποδειχθούν θανατηφόρες.

  Η ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας, όπως φαίνεται επομένως μέσα από μελέτες και όπως υποστηρίζεται και εφαρμόζεται από ογκολογικά κέντρα ανά τον κόσμο, έχει απόλυτη ένδειξη στην αντιμετώπιση των ηπατικών μεταστάσεων από καρκίνο παγκρέατος

     -σε ασθενείς που έχουν ήδη υποβληθεί σε πολλαπλές ενδοφλέβιες χημειοθεραπείες,

     -σε ευάλωτους ασθενείς λόγω της κλινικής τους κατάστασης και της κατάστασης ικανότητας και

     -σε ασθενής που δεν μπορούν να υποβληθούν σε ενδοφλέβια χημειοθεραπεία, λόγω παρουσίας έντονων παρενεργειών

  Τα αποτελέσματα της τεχνικής αυτής ήταν ενθαρρυντικά στο μεταστατικό καρκίνο παγκρέατος, σε τέτοιο βαθμό που αρκετά ογκολογικά κέντρα τη χρησιμοποίησαν και προληπτικά, δηλαδή μετά τη χειρουργική εξαίρεση του όγκου του παγκρέατος και πριν την εμφάνιση ηπατικών μεταστάσεων με σκοπό να αποτρέψουν την εκδήλωση τους. 

  Διαπιστώθηκε έτσι μέσα από κάποιες μελέτες ότι η ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας μπορεί πράγματι να αποτρέψει την εμφάνιση ηπατικών μεταστάσεων και να επεκτείνει σημαντικά την επιβίωση.

Πολλές μελέτες έχουν επιβεβαιώσει την ασφάλεια και το όφελος που προσφέρει στην επιβίωση η ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας τόσο στο μη χειρουργήσιμο, με ηπατικές μεταστάσεις, καρκίνο του παγκρέατος όσο και στα πλαίσια μετεγχειρητικής θεραπείας με σκοπό την αποτροπή εμφάνισης ηπατικών μεταστάσεων. Παράλληλα, η συγκεκριμένη τεχνική γίνεται ιδιαίτερα ελκυστική για τον ίδιο τον ασθενή αλλά και τον ογκολόγο καθώς επιτυγχάνεται μεγάλη συγκέντρωση του φαρμάκου στον όγκο με ελάχιστες παρενέργειες

Ηπατικές μεταστάσεις από καρκίνο του στομάχου

   Ο καρκίνος του στομάχου ανήκει στις πιο δύσκολα διαχειρίσιμες κακοήθειες, με ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό επιβίωσης ενώ βρίσκεται στις πέντε πρώτες αιτίες θανάτου από καρκίνο.

   Το συκώτι είναι το όργανο στο οποίο ο καρκίνος του στομάχου δίνει συχνότερα μεταστάσεις. Σύμφωνα με τις παγκόσμιες κατευθυντήριες οδηγίες η παρουσία μεταστάσεων στο συκώτι από καρκίνο στομάχου αποκλείει τη χειρουργική εξαίρεση το όγκου και η πρώτη θεραπευτική επιλογή, σε αυτή τη περίπτωση, είναι η συστηματική θεραπεία.

   Στους περισσότερους ασθενείς με μεταστατική νόσο ο σκοπός της συστηματικής θεραπείας είναι «παρηγορητικός», δηλαδή μια προσπάθεια επιμήκυνσης της επιβίωσης χωρίς πιθανότητα ίασης.

   Ο συνδυασμός της σισπλατίνης με τη φθοριοοθρακίλη με ή χωρίς τη προσθήκη δοσεταξέλης είναι ο συνδυασμός φαρμάκων που επιλέγεται συνήθως ως πρώτης γραμμής θεραπεία.  Η ιρινοτεκάνη, η οξαλιπλατίνη, το S-1 και η τραστουζουμάμπη είναι φάρμακα που επίσης έχουν δείξει αποτελεσματικότητα στον καρκίνο του στομάχου.  

   Οι φαρμακευτικοί αυτοί συνδυασμοί, αποδεικνύονται συχνά ιδιαίτερα τοξικοί κυρίως όταν πρόκειται για ασθενείς που έχουν ήδη υποβληθεί σε περισσότερες θεραπείες, ή που είναι πιο ευάλωτοι λόγω της κλινικής τους κατάστασης ή ηλικιωμένοι.

  Όπως προαναφέρθηκε, η θεραπεία για τον μεταστατικό καρκίνο του στομάχου έχει κυρίως «παρηγορητικό» χαρακτήρα και στόχος μιας παρηγορητικής θεραπείας στην αντιμετώπιση του καρκίνου είναι η επίτευξη του συνδυασμού της χαμηλής τοξικότητας με επαρκή αποτελεσματικότητα. Εάν, ένα από τα δύο δεν επιτυγχάνεται τότε η θεραπεία ουσιαστικά δεν πρέπει να είναι αποδεκτή ούτε από τον ασθενή αλλά ούτε και για τον ογκολόγο.

Η ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας  (Hepatic Arterial Infusion Chemotherapy - HAIC)

   Το πλεονέκτημα της χορήγησης χημειοθεραπείας απευθείας στην ηπατική αρτηρία (ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας – HAI) είναι η δυνατότητα που μας δίνει να πετύχουμε μεγάλη συγκέντρωση του φαρμάκου στο συκώτι και κυρίως στις μεταστάσεις (δηλαδή στα σημεία που υπάρχει καρκίνος). Παράλληλα ο μεταβολισμός του φαρμάκου από το ίδιο το συκώτι και η άμεση απομάκρυνση του πριν προλάβει να φτάσει στη συστηματική κυκλοφορία (δηλαδή στο υπόλοιπο σώμα) οδηγεί σε μειωμένη συστηματική τοξικότητα, σε σύγκριση με την ενδοφλέβια χορήγηση του φαρμάκου στην ίδια δόση.

   Η δυνατότητα χορήγησης, η ασφάλεια καθώς και η αποτελεσματικότητα της ηπατικής αρτηριακής έγχυσης χημειοθεραπείας έχει μελετηθεί εκτενώς κυρίως στον καρκίνο του παχέος εντέρου με ηπατικές μεταστάσεις.

   Σε ότι αφορά τον καρκίνο του στομάχου με ηπατικές μεταστάσεις, δεν υπάρχουν μελέτες με μεγάλο αριθμό ασθενών καθώς, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ηπατικές μεταστάσεις συνοδεύονται από μεταστάσεις και σε άλλα σημεία του σώματος όπως πνευμονικές, οστικές και περιτοναϊκές και αυτή η εξέλιξη είναι περιοριστική στη χρήση της ηπατικής αρτηριακής έγχυσης χημειοθεραπείας.

   Τα δεδομένα επομένως, σε ότι αφορά τον μεταστατικό καρκίνο του στομάχου, προέρχονται από μικρότερες μελέτες με ασθενείς που παρουσιάζουν μόνο ηπατικές μεταστάσεις, στις οποίες μελέτες όμως επίσης αναδεικνύεται τόσο η ασφάλεια όσο και η αποτελεσματικότητα της μεθόδου αυτής.

Η ηπατική αρτηριακή έγχυση χημειοθεραπείας είναι μια ασφαλής θεραπευτική μέθοδος, με ελάχιστη τοξικότητα και σε πολλές περιπτώσεις αποτελεσματική στις ηπατικές μεταστάσεις από καρκίνο του στομάχου σε ασθενείς με περιορισμένη νόσο στο ήπαρ

Ηπατικές μεταστάσεις από καρκίνο του μαστού

   Ο καρκίνος του μαστού είναι ίσως ο καρκίνος με τις περισσότερες θεραπευτικές επιλογές καθώς υπάρχει μια πληθώρα διαθέσιμων φαρμάκων

για την αντιμετώπισή του. Εκτός αυτού είναι και ένας καρκίνος που παρουσιάζει εξαιρετικά καλή ανταπόκριση στην ενδοφλέβια θεραπεία και στη διαθέσιμη στοχευμένη θεραπεία.

   Σε σπάνιες περιπτώσεις ο καρκίνος του μαστού μπορεί να παρουσιαστεί με ηπατικές μεταστάσεις απειλητικές για τη ζωή της ασθενούς μετά από πολλαπλές θεραπευτικές προσπάθειες.

Πολλές μελέτες και αναφορές από ογκολογικά κέντρα αναδεικνύουν την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της ηπατικής αρτηριακής έγχυσης χημειοθεραπείας στην αντιμετώπιση των ηπατικών μεταστάσεων από τον καρκίνο του μαστού μετά από αποτυχία ανταπόκρισης της νόσου στις διαθέσιμες ενδοφλέβιες ή από του στόματος θεραπευτικές επιλογές