.

Καρβοπλατίνη

Η χρήση της καρμποπλατίνης θα πρέπει να περιορίζεται σε μονάδες ειδικευμένες στη χορήγηση κυτταροτοξικής χημειοθεραπείας και θα πρέπει να χορηγείται μόνο υπό την επίβλεψη ιατρού εξειδικευμένου στη χρήση αντικαρκινικής χημειοθεραπείας, δηλαδή ΟΓΚΟΛΟΓΟΥ.

Σε αυτή τη σελίδα

Τι είναι και πως λειτουργεί η καρβοπλατίνη

Καρκίνος και χημειοθεραπεία

Ενδείξεις

Πως χορηγείται

Παρενέργειες

Πότε να αναζητήσετε τον ογκολόγο σας

Μέτρα προφύλαξης

Συμβουλές αυτοφροντίδας

Τι είναι και πως λειτουργεί η καρμποπλατίνη : 

Η καρμποπλατίνη είναι ένα αντικαρκινικό («αντινεοπλασματικό" ή "κυτταροτοξικό") χημειοθεραπευτικό φάρμακο. Ανήκει στους αλκυλιούντες παράγοντες και προκαλεί βλάβη στη λειτουργία του κυττάρου δημιουργώντας ρωγμές καθώς και διασταυρούμενη σύνδεση (cross linking) μεταξύ των αλύσεων των νουκλεïνικών οξέων και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να γίνονται λάθη στις αλληλουχίες των νουκλεοτιδίων που κωδικοποιούν για το DNA και το RNA, (δηλαδή λάθη στη μεταγραφή και μετάφραση του γενετικού υλικού) και ως εκ τούτου παραγωγή παθολογικών πρωτεϊνών, παρεμποδίζοντας τον πολλαπλασιασμό, τη διαίρεση και την επιβίωση του κυττάρου.

Καρκίνος και χημειοθεραπεία

Οι καρκινικοί όγκοι χαρακτηρίζονται από κυτταρική διαίρεση και πολλαπλασιασμό, η οποία δεν είναι πλέον ελεγχόμενη από τους κανόνες ανάπτυξης, όπως είναι στους φυσιολογικούς ιστούς. Για παράδειγμα, τα "φυσιολογικά" κύτταρα σταματούν να διαιρούνται, όταν έρχονται σε επαφή με τα γειτονικά τους κύτταρα. Τα καρκινικά κύτταρα χάνουν αυτή την ικανότητα (και άλλες πολλές) και επομένως δεν υπακούν πλέον σε κανέναν έλεγχο και δεν διατηρούν τις ισορροπίες της κυτταρικής διαίρεσης.

Η ικανότητα της χημειοθεραπείας να σκοτώσει τα καρκινικά κύτταρα εξαρτάται από την ικανότητά της να σταματήσει την κυτταρική διαίρεση. Αν τα κύτταρα δεν είναι σε θέση να διαιρεθούν, θα πεθάνουν. Όσο πιο γρήγορα τα κύτταρα διαιρούνται, τόσο πιο πιθανό είναι η χημειοθεραπεία να τα σκοτώσει, κάνοντας τον όγκο να συρρικνωθεί. 

Τα περισσότερα χημειοθεραπευτικά φάρμακα δρουν στα κύτταρα μόνο όταν αυτά διαιρούνται. Ο προγραμματισμός της χημειοθεραπείας καθορίζεται από τον τύπο των κυττάρων και το ρυθμό με τον οποίο διαιρούνται, τη στιγμή δηλαδή κατά την οποία το φάρμακο θα είναι πιο αποτελεσματικό. Γι 'αυτό η χημειοθεραπεία χορηγείται σε «κύκλους» (δείτε το γενικό τμήμα μας που ασχολείται με τη «χημειοθεραπεία»).

Η χημειοθεραπεία είναι πιο αποτελεσματική στην θανάτωση των κυττάρων που πολλαπλασιάζονται γρήγορα. Δυστυχώς, όμως δεν είναι σε θέση να ξεχωρίσει μεταξύ των καρκινικών και των φυσιολογικών κυττάρων. Τα "φυσιολογικά" κύτταρα όμως, μετά την επίδραση της χημειοθεραπείας, θα μπορέσουν να αναγεννηθούν και να είναι και πάλι υγιή, αλλά εν τω μεταξύ, θα έχουν εμφανιστεί οι ανεπιθύμητες ενέργειες των φαρμάκων (παρενέργειες). 

Τα "φυσιολογικά" κύτταρα που προσβάλλονται πιο συχνά από τη χημειοθεραπεία είναι τα κύτταρα που διαιρούνται ταχύτερα (δηλαδή αυτά του αίματος, τα κύτταρα του στόματος, του στομάχου και του εντέρου, καθώς και οι θύλακες των τριχών), με αποτέλεσμα να είναι πιο συχνές και εμφανής οι παρενέργειες όπως η αιματολογική τοξικότητα, τα έλκη στο στόμα, η ναυτία, η διάρροια και η απώλεια μαλλιών.

Ενδείξεις 

Καρκίνος ωοθηκών, ενδομητρίου, πνεύμονος, μαστού, καθώς και σε άλλους τύπους καρκίνου στους οποίους είναι δραστική η πλατίνα. 

Πρόκειται για βαρύ μέταλλο με μηχανισμό δράσης παρόμοιο με αυτόν της σισπλατίνης, αλλά με διαφορετικό  προφίλ τοξικότητας.

Πώς χορηγείται 

Η καρβοπλατίνη χορηγείται σε στάγδην έγχυση με έναν από τους ακόλουθους τρόπους: 

  • μέσω ενός φλεβοκαθετήρα που εισάγεται σε μια φλέβα, στο χέρι σας
  • μέσω μιας κεντρικής γραμμής (βλέπε στο τμήμα “χημειοθεραπεία“).
  • μέσω μιας PICC γραμμής (βλέπε στο τμήμα “χημειοθεραπεία“). 

Η έγχυση διαρκεί περίπου 60 λεπτά.

Η χημειοθεραπεία συνήθως δίνεται σε συνεδρίες (κύκλους) κάθε 21 ημέρες, συνήθως για 6 φορές. Η διάρκεια της θεραπείας σας και ο αριθμός των κύκλων που θα λάβετε θα εξαρτηθεί από το είδος του καρκίνου που αντιμετωπίζετε και ο ογκολόγος σας μπορεί να τον μεταβάλει ανάλογα με τις ανάγκες της θεραπείας. 

Η καρβοπλατίνη συνήθως δίνεται παράλληλα με άλλα φάρμακα χημειοθεραπείας ως μέρος μιας συνδυασμένης θεραπείας (σχήμα). Ο ογκολόγος σας θα πρέπει να συζητήσει αναλυτικά, το πρόγραμμα της θεραπείας, μαζί σας. 

Πριν ξεκινήσετε τη θεραπεία σας, ο ογκολόγος θα σας ζητήσει να κάνετε εξετάσεις αίματος. Θα πρέπει επίσης να σας χορηγηθούν και φάρμακα κατά της ναυτίας πριν και μετά τη θεραπεία με καρμποπλατίνη.

Πιθανές παρενέργειες 

Η αντίδραση κάθε ανθρώπου στη χημειοθεραπεία είναι διαφορετική. Μερικοί παρουσιάζουν πολύ λίγες παρενέργειες, ενώ άλλοι μπορεί να παρουσιάσουν περισσότερες. Δυστυχώς δεν υπάρχει τρόπος να προβλέψουμε ποιος θα παρουσιάσει και σε πιο βαθμό τις παρενέργειες από κάποιο φάρμακο. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που περιγράφονται εδώ, δεν θα παρουσιαστούν όλες σε όλους και μπορεί να είναι διαφορετικές εάν λαμβάνετε περισσότερα από ένα φάρμακα.

Επομένως: 

-Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν παρουσιάζουν όλες τις αναφερόμενες παρενέργειες. 

-Οι παρενέργειες είναι συχνά απρόβλεπτες όσον αφορά την έναρξη και τη διάρκειά τους. 

-Οι παρενέργειες είναι σχεδόν πάντα αναστρέψιμες και θα υποχωρήσουν μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας. 

-Υπάρχουν πολλές θεραπευτικές επιλογές, φαρμακευτικές και πρακτικές, που μπορούν να σας βοηθήσουν στην ελαχιστοποίηση και την αποφυγή των ανεπιθύμητων ενεργειών. 

-Δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στην παρουσία ή τη σοβαρότητα των παρενεργειών και την αποτελεσματικότητα της καρμποπλατίνης. 

-Οι παρενέργειες της καρμποπλατίνης και η σοβαρότητα τους εξαρτάται από τη δόση του φαρμάκου που χορηγείται. Με άλλα λόγια, οι υψηλές δόσεις θα προκαλέσουν πιο σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες.

Παρουσιάζουμε εδώ τις πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες, και δεν έχουν συμπεριληφθεί εκείνες που είναι σπάνιες και σχεδόν απίθανο να παρουσιαστούν. Εάν παρατηρήσετε κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια που δεν αναφέρεται εδώ, πρέπει να την συζητήσετε άμεσα με τον ογκολόγο σας. Οι περισσότερες παρενέργειες μπορούν να προληφθούν ή να αντιμετωπισθούν από τον ογκολόγο σας με την κατάλληλα φαρμακευτική αγωγή ή με έξυπνες, απλές πρακτικές συμβουλές.

Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι συχνές (εμφανίζονται τουλάχιστον στο 30%) σε ασθενείς που λαμβάνουν καρμποπλατίνη:

Αιματολογική τοξικότητα (Μυελοκαταστολή)

Η καρβοπλατίνη μπορεί να μειώσει τον αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων στο 85% των ασθενών, τα οποία βοηθούν στην καταπολέμηση των λοιμώξεων. Τα λευκά αιμοσφαίρια παράγονται από το μυελό των οστών. Όταν επομένως ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων είναι χαμηλός υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης σοβαρών και απειλητικών για τη ζωή, λοιμώξεων. Ο χαμηλός αριθμός λευκών αιμοσφαιρίων αναφέρεται ως λευκοπενία ή ουδετεροπενία.

Η ουδετεροπενία ξεκινά επτά ημέρες μετά τη θεραπεία, και την αντίσταση στις λοιμώξεις βρίσκεται συνήθως στο χαμηλότερο επίπεδο 8 με 10 ημέρες μετά τη χημειοθεραπεία. Ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων θα αυξηθεί και πάλι επιστρέφοντας στις φυσιολογικές τιμές (συνήθως με τη βοήθεια αυξητικών παραγόντων για τα λευκά αιμοσφαίρια) πριν από τον επόμενο κύκλο χημειοθεραπείας.

Η καρβοπλατίνη μπορεί να μειώσει τον αριθμό των ερυθρών αιμοσφαιρίων, τα οποία μεταφέρουν το οξυγόνο στους ιστούς. Ένας χαμηλός αριθμός ερυθρών

αιμοσφαιρίων, αιματοκρίτη και αιμοσφαιρίνης ονομάζεται αναιμία με βασικά σημεία και συμπτώματα την ωχρότητα του δέρματος και των επιπεφυκότων του ματιού, ταχυκαρδία, αίσθημα κόπωσης, δύσπνοια στην προσπάθεια, φύσημα, ζάλη, εμβοές στα αυτιά, κεφαλαλγία. Ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων φθάνει στο χαμηλότερο σημείο 10 έως 14 ημέρες μετά τη χημειοθεραπεία.

Ενημερώστε τον ογκολόγο σας εάν παρουσιάζετε αυτά τα συμπτώματα. Μπορεί να χρειαστεί να υποβληθείτε σε μια μετάγγιση αίματος , εάν ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων στο αίμα είναι πάρα πολύ χαμηλός.

Η καρβοπλατίνη μπορεί να μειώσει την παραγωγή των αιμοπεταλίων (θρομβοπενία), τα οποία βοηθούν στην διακοπή μιας αιμορραγίας. Τα αιμοπετάλια βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα περίπου 21 ημέρες μετά από τη χημειοθεραπεία. Ενημερώστε τον ογκολόγο σας εάν παρουσιάζετε οποιαδήποτε ανεξήγητη αιμορραγία ή μώλωπες, όπως ρινορραγία, αιμορραγία των ούλων, κηλίδες αίματος ή εξανθήματα στο δέρμα. Μπορεί να χρειαστεί να υποβληθείτε σε μια μετάγγιση αιμοπεταλίων , εάν ο αριθμός τους είναι μειωμένος.

Η αιματολογική τοξικότητα είναι πιο έντονη σε ασθενείς που έχουν μειωμένη κάθαρση κρεατινίνης (μειωμένη νεφρική λειτουργία) ή που έχουν λάβει χημειοθεραπεία στο παρελθόν.

(Για περισσότερες λεπτομέρειες δείτε το τμήμα μας “Παρενέργειες της χημειοθεραπείας-αιματολογική τοξικότητα“)

Ναυτία και εμετός παρατηρούνται στο 80 με 90% των ασθενών, αλλά δεν είναι τόσο έντονα όσο στην σισπλατίνη. Η ναυτία εμφανίζεται συνήθως 24 ώρες μετά την έγχυση του φαρμάκου, και λιγότερο συχνά εμφανίζεται αρκετές ημέρες μετά την χημειοθεραπεία.

Αλλαγές στη γεύση : Μπορεί να παρατηρήσετε ότι τα τρόφιμα έχουν πια διαφορετική γεύση απ’ ότι πριν την έναρξη της χημειοθεραπείας. Η κανονική γεύση επανέρχεται συνήθως μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας. Ένας διαιτολόγος ή ο ογκολόγος σας μπορεί να σας δώσει συμβουλές σχετικά με τους τρόπους αντιμετώπισης της εν λόγω παρενέργειας.

Αδυναμία, εύκολη κόπωση : το αίσθημα κόπωσης είναι μια συχνή παρενέργεια της χημειοθεραπείας, ειδικά προς το τέλος της θεραπείας και για μερικές εβδομάδες μετά την ολοκλήρωσή της. Είναι σημαντικό να προσπαθήσετε να βάλετε ένα τακτικό πρόγραμμα στη ζωή σας και να ξεκουράζεστε όσο το έχετε ανάγκη. Η ξεκούραση αυτή πρέπει να βρίσκεται σε ισορροπία με κάποια ήπια άσκηση, όπως σύντομο (20-30 λεπτών), χαλαρό περπάτημα. Εάν η κόπωση σας κάνει να αισθάνεστε υπνηλία, μην οδηγείτε και μην χειρίζεστε μηχανήματα.

Αλωπεκία : Οι ταχέως αναπτυσσόμενοι θύλακες των τριχών βλάπτονται από χορήγηση της καρβοπλατίνης. Η απώλεια των τριχών παρουσιάζεται συνήθως δύο έως τρεις εβδομάδες μετά την πρώτη έγχυση. Η τριχόπτωση μπορεί να παρουσιαστεί ως σταδιακή, ξαφνική, μερική ή ολική απώλεια. Τα μαλλιά επανεκφύονται αρκετές εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση της χημειοθεραπείας.

Ηλεκτρολυτικές διαταραχές : Χαμηλά επίπεδα νατρίου στο αίμα (υπονατριαιμία) έως και 47%, χαμηλά επίπεδα μαγνησίου στο αίμα (υπομαγνησιαιμία) έως και 43% και σπανιότερα χαμηλά επίπεδα ασβεστίου στο αίμα (υπασβεστιαιμία) και χαμηλά επίπεδα καλίου στο αίμα (υποκαλιαιμία).

Περισσότερες και αναλυτικότερες πληροφορίες για τις παρενέργειες και την αντιμετώπισή τους θα βρείτε στο τμήμα μας «παρενέργειες της θεραπείας»

Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι λιγότερο συχνές (εμφανίζονται στο 10 με 29%) σε ασθενείς που λαμβάνουν καρβοπλατίνη:

Αίσθημα καύσου στο σημείο της έγχυσης

Κοιλιακό άλγος

Διάρροια :συνήθως μπορεί να ελεγχθεί με τροποποίηση της δίαιτας ή φαρμακευτική αγωγή, αλλά ενημερώστε τον ογκολόγο σας αν είναι σοβαρή ή συνεχίζεται. Είναι σημαντικό να πίνετε άφθονα υγρά, εάν έχετε διάρροια .

Δυσκοιλιότητα :Αυτή συνήθως μπορεί να αντιμετωπισθεί με άφθονα υγρά, κατανάλωση περισσότερων φυτικών ινών με τη διατροφή και την ήπια άσκηση. Μπορεί να χρειαστεί να πάρετε κάποιο φάρμακο (καθαρτικό).

Στοματικά έλκη : στο στόμα σας μπορεί να παρουσιαστούν πληγές, να γίνει ξηρό, ερυθρό και οιδηματώδες κατά τη διάρκεια αυτής της θεραπείας.

Περιφερική νευροπάθεια: Αν και ασυνήθιστη, μπορεί να παρατηρηθεί αυτή η σοβαρή παρενέργεια με μειωμένη αίσθηση και παραισθησία (μούδιασμα και μυρμηκίαση των άκρων). Η απώλεια της αισθητικότητας, το μούδιασμα, η φαγούρα, και η δυσκολία στο περπάτημα μπορεί να διαρκέσουν για τουλάχιστον όσο διάστημα συνεχίζεται η θεραπεία. Αυτές οι ανεπιθύμητες ενέργειες μπορεί να γίνουν σταδιακά πιο σοβαρές με τη συνέχιση της θεραπείας, και ο ογκολόγος σας μπορεί να αποφασίσει να μειώσει τη δόση ή να διακόψει την αγωγή.

Κεντρική νευροτοξικότητα: Σπάνια, κυρίως οι ασθενείς άνω των 65 ετών, βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο νευροτοξικότητας του κεντρικού νευρικού συστήματος. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν ζάλη, σύγχυση, οπτικές αλλαγές, εμβοές στα αυτιά.

Νεφροτοξικότητα : Αυτή συνήθως δεν προκαλεί καθόλου συμπτώματα και η έντασή της είναι γενικά ήπια.Σποραδικά μπορεί να παρατηρηθεί αύξηση της ουρίας και της κρεατινίνης ορού. Οι νεφροί σας θα πρέπει να ελέγχονται με εξετάσεις αίματος πριν από κάθε θεραπεία.

Η απώλεια της ακοής (ωτοτοξικότητα) - απώλεια της υψηλής συχνότητας ήχους.

Αλλεργική αντίδραση μπορεί να συμβεί σε μερικές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια έγχυσης του φαρμάκου. Για το λόγο αυτό είναι σκόπιμο να χορηγείται προκαταρκτική θεραπεία με κορτιζόνη και ένα αντιισταμινικό. Αυτή μπορεί να περιλαμβάνει την εμφάνιση φαγούρας, εξανθήματος, δυσκολίας στην αναπνοή.

Γονιμότητα

Η δυνατότητά σας να μείνετε έγκυος ή να γίνετε πατέρας ενός παιδιού μπορεί να επηρεαστεί από τη λήψη αυτού του φαρμάκου. Είναι σημαντικό να συζητήσετε το θέμα αυτό με τον ογκολόγο σας πριν την έναρξη της θεραπείας.

Αντισύλληψη

Δεν είναι σκόπιμο να μείνετε έγκυος ή να γίνετε πατέρας ενός παιδιού, ενώ λαμβάνετε παράλληλα καρβοπλατίνη καθώς αυτή μπορεί να βλάψει το έμβρυο. Είναι σημαντικό να χρησιμοποιείτε αποτελεσματική αντισύλληψη, ενώ παίρνετε αυτό το φάρμακο και για τουλάχιστον μερικούς μήνες αργότερα.

Δεν είναι γνωστό εάν η καρβοπλατίνη περνά στο σπέρμα ή τα κολπικά υγρά. Για να προστατέψετε το σύντροφό σας, είναι ασφαλέστερο να αποφευχθεί η επαφή ή να χρησιμοποιείτε προφυλακτική αντισύλληψη για περίπου 48 ώρες μετά τη χημειοθεραπεία.

Υπάρχουν και άλλες σπανιότερες παρενέργειες οι οποίες δεν αναφέρονται εδώ. Ωστόσο, θα πρέπει να ενημερώνετε πάντα τον ογκολόγο σας εάν παρουσιάσετε οποιαδήποτε συνηθισμένα ή ασυνήθιστα συμπτώματα.

Εξαγγείωση (διαφυγή του φαρμάκου εκτός της φλέβας κατά τη διάρκεια της έγχυσης)

Η εξαγγείωση της καρβοπλατίνης μπορεί να συνεπάγεται σοβαρή καταστροφή των γύρω ιστών, γι αυτό και η χορήγησή της απαιτεί τη σωστή τοποθέτηση φλεβοκαθετήρα και την επιλογή της κατάλληλης φλέβας, η λειτουργία των οποίων θα πρέπει απαραιτήτως να ελέγχεται πριν την έγχυση του φαρμάκου.

Σημεία και συμπτώματα της εξαγγείωσης:

Τα αρχικά συμπτώματα της εξαγγείωσης εμφανίζονται αμέσως μετά τη ρήξη του αγγείου. Συνήθως παρουσιάζεται πόνος, κάψιμο ή απλά μια ενόχληση στο σημείο γύρω από τον φλεβοκαθετήρα.

Σταδιακά ο πόνος μπορεί να συνοδεύεται από οίδημα ή/και ερυθρότητα στο σημείο της έγχυσης.

Η καταστροφή των ιστών που πιθανώς να ακολουθήσει δεν θα είναι άμεση αλλά προοδευτική και θα εγκατασταθεί βαθμιαία, μετά από ώρες ή ημέρες, συνοδευόμενη από άλγος. Ανάλογα με το φάρμακο μπορεί να παρουσιαστεί φλεγμονή, σκλήρυνση της περιοχής, εξέλκωση (ανοιχτή πληγή), με τη μορφή φυσαλίδων ενώ μπορεί να εξελιχθεί σε μερικές περιπτώσεις σε νέκρωση των ιστών.

Διαχείριση της εξαγγείωσης:

Σε περίπτωση εξαγγείωσης,

  • δεν αφαιρούμε το φλεβοκαθετήρα μέσω του οποίου χορηγήθηκε το φάρμακο,
  • διακόπτεται άμεσα η έγχυση και
  • πάντα μέσω του φλεβοκαθετήρα επιχειρείται αναρρόφηση του φαρμάκου που έχει διαφύγει στους γειτονικούς ιστούς,

Εάν η εξαγγείωση αντιμετωπισθεί μέσα στις πρώτες  24 ώρες, 

χορηγείται στη περιοχή της διαφυγής του φαρμάκου φυσιολογικός ορός ή water for injection με σκοπό να αραιωθεί όσο φάρμακο έχει παραμείνει στους ιστούς.

Ακολουθεί η

  • άμεση υποδόρια χορήγηση 150‐300 μονάδων υαλουρονιδάσης αραιωμένης σε 1 ml Water for Injection ή φυσιολογικό ορό και
  • η χορήγηση κορτιζόνης, οι οποίες περιορίζουν την ιστική καταστροφή.

Η υαλουρονιδάση ενίεται σε 6 διαφορετικές θέσεις κυκλοτερώς γύρω από το σημείο της εξαγγείωσης.

Παράλληλα εφαρμόζονται

  • τοπικά θερμά επιθέματα στην περιοχή της εξαγγείωσης άμεσα και για 20 λεπτά κάθε 6 ώρες για τις πρώτες 24 με 48 ώρες

Στη συνέχεια ανυψώνουμε το χέρι και χορηγούμε παυσίπονο, εάν χρειάζεται.

Τρίβουμε απαλά τη περιοχή της εξαγγείωσης για να διευκολυνθεί η διασπορά του φαρμάκου.

Εάν η εξαγγείωση αντιμετωπιστεί μετά το πέρας του 24ωρου

Η καλύτερη αντιμετώπιση περιλαμβάνει

  • την τοπική εφαρμογή παγωμένων επιθεμάτων στην περιοχή της εξαγγείωσης άμεσα και για 20 λεπτά κάθε 6 ώρες για τις πρώτες 24 με 48 ώρες και
  • την εφαρμογή τοπικής κρέμας υδροκορτιζόνης 1% κάθε 6 ώρες για 7 ημέρες ή για όσο διάστημα ερύθημα συνεχίζεται.

Στη συνέχεια ανυψώνουμε το χέρι και χορηγούμε παυσίπονο, εάν χρειάζεται.

Τρίβουμε απαλά τη περιοχή της εξαγγείωσης για να διευκολυνθεί η διασπορά του φαρμάκου.

Πότε να αναζητήσετε τον ογκολόγο σας

Επικοινωνήστε με τον ογκολόγο σας αμέσως , μέρα ή νύχτα, εάν αντιμετωπίσετε :
-Πυρετό 38 C και άνω ή ρίγος (πιθανά συμπτώματα μιας λοίμωξης).

-Δύσπνοια.

Τα ακόλουθα συμπτώματα απαιτούν ιατρική φροντίδα, αλλά δεν είναι μια έκτακτη ανάγκη. Επικοινωνήστε με τον ογκολόγο σας  μέσα

σε 24 ώρες από τη στιγμή που θα παρατηρήσετε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

-Ασυνήθιστη αιμορραγία ή μώλωπες

-Μαύρα κόπρανα ή αίμα στα κόπρανα ή στα ούρα σας

-Διάρροια

-Ναυτία (που σας εμποδίζει στη σωστή διατροφή και λήψη υγρών αλλά και στη λήψη των φαρμάκων που σας έχουν συνταγογραφηθεί).

-Εμετό (εμετό πάνω από 3-4 φορές σε ένα 24-ωρο)

-Σοβαρό κοιλιακό πόνο

-Πρήξιμο των άκρων (χέρια-πόδια)

-Κατακράτηση υγρών (λόγω νεφρικής βλάβης) με μειωμένη διούρηση και απότομη αύξηση του βάρους σας

-Έλκη στο στόμα ή τα χείλια (επώδυνο ερύθημα, οίδημα ή πληγές)

-Ακραία και ασυνήθιστη κόπωση (που σας κάνει να μην είστε σε θέση να φροντίσετε τον εαυτό σας)

-Μυϊκές κράμπες ή σπασμούς

-Αλλαγή στην ακοή

-Ζάλη, σύγχυση ή οπτικές αλλαγές

Πάντα να ενημερώνετε τον ογκολόγο σας εάν έχετε οποιαδήποτε ασυνήθιστα συμπτώματα.

Μέτρα προφύλαξης

Πριν την έναρξη της θεραπείας με καρβοπλατίνη, φροντίστε να ενημερώσετε τον ογκολόγο σας για το ποια άλλα φάρμακα λαμβάνετε.

Μην υποβάλλεστε σε οποιοδήποτε είδος εμβολιασμού χωρίς την έγκριση του ογκολόγου σας ενώ λαμβάνετε καρβοπλατίνη.

Μειωμένη αισθητικότητα, μούδιασμα και μυρμήγκιασμα στα δάκτυλα χεριών και των ποδιών μπορεί να γίνουν σταδιακά χειρότερα με επαναλαμβανόμενες δόσεις της καρβοπλατίνης. Είναι σημαντικό να το αναφέρετε στον ογκολόγο σας.  

Ενημερώστε τον ογκολόγο σας εάν είστε έγκυος, πριν από την έναρξη αυτής της θεραπείας. Η καρβοπλατίνη μπορεί να είναι επικίνδυνη για το έμβρυο. Οι γυναίκες που είναι έγκυες ή έχουν σκοπό να κυοφορίσουν θα πρέπει να ενημερωθούν για τους πιθανούς κινδύνους. Το ίδιο ισχύει και για τους άνδρες οι οποίοι εάν έχουν σκοπό να αποκτήσουν παιδί θα πρέπει να ενημερώνονται για τους πιθανούς κινδύνους.

Μην θηλάζετε ενώ παίρνετε καρβοπλατίνη.

Συμβουλές αυτοφροντίδας

-Εάν παρουσιάσετε πόνο, ερυθρότητα ή οίδημα στο σημείο της έγχυσης του φαρμάκου, εφαρμόστε παγωμένα επιθέματα, και ειδοποιείστε αμέσως τον ογκολόγο σας.

-Πίνετε τουλάχιστον δύο έως τρία λίτρα υγρών κάθε ημέρα, εκτός εάν υπάρχουν αντίθετες οδηγίες από τον ογκολόγο σας λόγω συνοδών προβλημάτων υγείας.

-Μπορεί να βρίσκεστε σε κίνδυνο λοίμωξης γι 'αυτό προσπαθήστε να αποφύγετε τους πολυσύχναστους χώρους και τα άτομα με ιώσεις (κρυολόγημα, γρίπη, παιδικές ιώσεις και άλλα). Εάν παρουσιάσετε πυρετό, ρίγη ή οποιαδήποτε άλλα συμπτώματα και σημεία λοίμωξης ενημερώστε αμέσως τον ογκολόγο σας.

-Πλένετε συχνά τα χέρια σας.

-Θα βοηθήσει στη πρόληψη και την αντιμετώπιση των ελκών στο στόμα η χρήση μιας μαλακής οδοντόβουρτσας καθώς και η καθημερινές πλύσεις, 6-7 φορές την ημέρα, του στόματος με σοδόνερο (ένα κουταλάκι του γλυκού μαγειρική σόδα και 1/2 έως 1 κουταλάκι του γλυκού αλάτι σε 250ml νερό).

-Χρησιμοποιήστε ηλεκτρική ξυριστική μηχανή και μαλακή οδοντόβουρτσα για να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα αιμορραγίας.

-Αποφύγετε τις αθλητικές δραστηριότητες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν το τραυματισμό σας.

-Για να μειώσετε τη ναυτία πρέπει να λάβετε τακτικά τα αντιεμετικά φάρμακα που σας συνταγογράφησε ο ογκολόγος σας. Επίσης τρώτε μικρά και συχνά γεύματα.  

-Αποφύγετε την έκθεση στον ήλιο. Χρησιμοποιήστε αντηλιακό με δείκτη προστασίας υψηλότερο από 30 αλλά και προστατευτική ενδυμασία.

-Σε γενικές γραμμές, η κατανάλωση αλκοολούχων ποτών πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο ή να αποφεύγεται εντελώς. Θα πρέπει να το συζητήσετε με τον ογκολόγο σας εάν σας ενδιαφέρει η κατανάλωση αλκοόλ.

-Να ξεκουράζεστε όσο το έχετε ανάγκη. 

-Διατηρήστε μια σωστή, υγιεινή και θρεπτική διατροφή.

-Προσπαθήστε να έχετε μια καθημερινή, μικρής διάρκειας, σωματική δραστηριότητα-άσκηση, όπως 20 λεπτά περπάτημα.

Εάν αισθανθείτε οποιαδήποτε συμπτώματα ή παρενέργειες, φροντίστε να τα συζητήσετε με τον ογκολόγο σας. Μπορεί να σας συνταγογραφήσει φάρμακα ή να σας προτείνει απλές πρακτικές λύσεις για την αποτελεσματική διαχείριση αυτών των προβλημάτων.

Παρακολούθηση και έλεγχος ενώ λαμβάνετε καρμποπλατίνη

Θα πρέπει να παρακολουθείστε τακτικά από τον ογκολόγο σας όσο θα λαμβάνετε καρβοπλατίνη, προκειμένου να ελεγχθούν και να αντιμετωπισθούν έγκαιρα οι πιθανές παρενέργειες και να υποβάλλεστε σε τακτικές αιματολογικές εξετάσεις οι οποίες θα περιλαμβάνουν γενική εξέταση αίματος, ηλεκτρολύτες, εξετάσεις νεφρικής και ηπατικής λειτουργίας. Εκτός από τις αιματολογικές εξετάσεις ο έλεγχος θα πρέπει να περιλαμβάνει τη φυσική εξέταση, συμπεριλαμβανομένης της νευρολογικής εξέτασης και της εξέτασης ακοομετρίας, αλλά και απεικονιστικές εξετάσεις για τον έλεγχο ανταπόκρισης της νόσου στη θεραπεία.