.

Σε αυτή τη σελίδα

Θεραπεία 

Η παρακολούθηση των ασθενών μετά από τη θεραπεία 

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Θεραπεία πρωτοπαθούς βλάβης

Οι περισσότερες περιπτώσεις βασικοκυτταρικού καρκινώματος έχουν καλή πρόγνωση και αντιμετωπίζονται επιτυχώς με τοπικές μεθόδους, δηλαδή χειρουργική αφαίρεση ή ακτινοθεραπεία.

Χειρουργική θεραπεία

Η χειρουργική αφαίρεση του όγκου αποτελεί μία από τις πιο αποτελεσματικές θεραπείες για τα πρωτοπαθή βασικοκυτταρικά καρκινώματα, που παράλληλα έχει και πολύ καλά αισθητικά αποτελέσματα.

Η ιστολογική εξέταση των ορίων εκτομής μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε μετεγχειρητικά είτε κατά τη διάρκεια της επέμβασης (τεχνική Mohs).

Χειρουργική αφαίρεση με μετεγχειρητική ιστολογική εξέταση των ορίων εκτομής

•             Για τους καλώς περιγεγραμμένους χαμηλού κινδύνου όγκους με διάμετρο < 2cm προτείνεται η αφαίρεση με κλινικά όρια (δηλαδή υγειές δέρμα γύρω από τη βλάβη) 4mm.

•             Για όγκους με μεγαλύτερη διάμετρο που εντοπίζονται στον κορμό ή τα άκρα συστήνεται η εκτομή με όρια (δηλαδή υγιές δέρμα γύρω από τη βλάβη) 10mm.

•             Σε περίπτωση εξαίρεσης ενός χαμηλού κινδύνου βασικοκυτταρικού όγκου που εντοπίζεται στον κορμό ή τα άκρα, με θετικά όρια εκτομής (δηλαδή παρουσία καρκινικών κυττάρων στο σημείο εκτομής), συνιστάται ευρεία εκτομή.

•             Σε όλες τις περιπτώσεις τα εν τω βάθει εγχειρητικά όρια θα πρέπει να εκτείνονται στο υποδόριο λίπος.

Εφόσον, τηρούνται οι παραπάνω προτάσεις, η σύγκλιση του τραύματος μπορεί να πραγματοποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο. Ωστόσο, πιστεύεται ότι εάν απαιτείται κρημνός ή μόσχευμα δέρματος προκειμένου καλυφθεί το έλλειμμα, θα πρέπει να προηγείται ιστολογική εξέταση των ορίων εκτομής.

Ακτινοθεραπεία   

Η ακτινοθεραπεία περιλαμβάνει διαφορετικές τεχνικές όπως η επιφανειακή ακτινοθεραπεία, που είναι κατάλληλη για βλάβες με βάθος < 6mm, η θεραπεία με δέσμες ηλεκτρονίων που διεισδύει βαθύτερα και η βραχυθεραπεία που είναι χρήσιμη για βλάβες που βρίσκονται σε καμπύλες επιφάνειες. Έχει πολύ καλά θεραπευτικά και αισθητικά αποτελέσματα εφόσον χρησιμοποιείται σωστά. Η ακτινοθεραπεία ενδείκνυται στις παρακάτω περιπτώσεις:

•             Ασθενείς άνω των 60 ετών που δε δύνανται ή δεν επιθυμούν να υποβληθούν σε χειρουργική θεραπεία.

•             Όγκοι με διάμετρο έως 15mm που εντοπίζονται σε υψηλού κινδύνου περιοχές.

•             Όγκοι με διάμετρο έως 20mm που εντοπίζονται σε μεσαίου κινδύνου περιοχές.

•             Συμπληρωματική θεραπεία για όγκους που εξαιρέθηκαν χειρουργικά και παρουσιάζουν θετικά όρια εκτομής.

•             Συμπληρωματική θεραπεία για υψηλού κινδύνου όγκους που εξαιρέθηκαν σε υγιή όρια με τεχνική Mohs αλλά παρουσιάζουν σημαντική περινευρική ή νευρική διήθηση.

Η ακτινοθεραπεία αντενδείκνυται σε ασθενείς με γενετικά νοσήματα που προδιαθέτουν στην ανάπτυξη καρκίνου του δέρματος, όπως η μελαχρωματική ξηροδερμία και το σύνδρομο πολλαπλών βασικοκυτταρικών καρκινωμάτων, καθώς και σε ασθενείς με νοσήματα του συνδετικού ιστού.

Απόξεση και διαθερμοπηξία

Η τεχνική αυτή είναι κατάλληλη για τους όγκους χαμηλού κινδύνου με τις εξής προϋποθέσεις:

•             Αντενδείκνυται σε όγκους που εντοπίζονται σε περιοχές με τελικές τρίχες.

•             Εάν κατά τη διάρκεια της θεραπείας αποκαλυφθεί το υποδόριο θα πρέπει να πραγματοποιηθεί χειρουργική αφαίρεση της βλάβης.

•            Εάν δεν έχει προηγηθεί βιοψία της βλάβης, τότε κατά τη διάρκεια της θεραπείας θα πρέπει να ληφθεί βιοψία προκειμένου να επιβεβαιωθούν τα ιστολογικά χαρακτηριστικά της βλάβης που την κατατάσσουν σε χαμηλού κινδύνου.

Άλλες τοπικές θεραπείες

Περιλαμβάνουν την τοπική θεραπεία με imiquimod και 5-fluorouracil, τη φωτοδυναμική θεραπεία (PDT) και την κρυοθεραπεία.

Φωτοδυναμική θεραπεία (PDT)

Χρησιμοποιείται για τη θεραπεία επιφανειακών βλαβών χαμηλού κινδύνου. Η ανταπόκριση είναι συνήθως μεγαλύτερη στο πρόσωπο και το τριχωτό της κεφαλής.

Τοπική θεραπεία και κρυοθεραπεία

Χρησιμοποιούνται για επιφανειακά, χαμηλού κινδύνου βασικοκυτταρικά καρκινώματα.

Συμπληρωματική θεραπεία

Η ακτινοθεραπεία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συμπληρωματική θεραπεία σε περιπτώσεις όγκων που εξαιρέθηκαν χειρουργικά, και τα όρια εκτομής ήταν θετικά, καθώς και σε περιπτώσεις όγκων υψηλού κινδύνου που εξαιρέθηκαν σε υγιή όρια αλλά παρουσιάζουν σημαντική περινευρική διήθηση.

Υπολειπόμενη νόσος

Σε περίπτωση που εξακολουθεί να παραμένει κάποιο τμήμα του όγκου μετά την αρχική θεραπεία συστήνεται χειρουργική επανεκτομή ή επί χειρουργικής αντένδειξης ακτινοθεραπεία. Σε περίπτωση αντένδειξης και στην ακτινοθεραπεία προτείνεται η χρήση στοχευμένων θεραπειών (αναστολείς του μονοπατιού Hedgehog). Εναλλακτικά μπορεί να χορηγηθεί συνδυασμός χημειοθεραπευτικών ουσιών με cisplatin ή carboplatin.

Μεταστατική νόσος

Σε σπάνιες περιπτώσεις ανευρίσκονται απομακρυσμένες μεταστάσεις από βασικοκυτταρικό καρκίνο. Στις περιπτώσεις αυτές ενδείκνυται συστηματική θεραπεία. Προτείνεται η χρήση αναστολέων του μονοπατιού του Hedgehog. Εναλλακτικά μπορεί να χορηγηθεί χημειοθεραπεία με βάση την πλατίνα. 

Θεραπεία τοπικά προχωρημένου, μεταστατικού ή μη εξαιρέσιμου όγκου

Στοχευμένη θεραπεία

Αν και οι περισσότερες περιπτώσεις βασικοκυτταρικού καρκινώματος έχουν καλή πρόγνωση και αντιμετωπίζονται επιτυχώς με τοπικές μεθόδους (χειρουργική αφαίρεση ή ακτινοθεραπεία), υπάρχει μια υπό-ομάδα ασθενών στους οποίους η αντιμετώπιση του όγκου δεν καλύπτεται επαρκώς από αυτές.

Πρόκειται για τα “τοπικά προχωρημένα καρκινώματα” που περιλαμβάνουν:

-Όγκους σε περιοχές «δύσκολης» προσέγγισης (πχ. πρόσωπο).

-Όγκους με επιθετική βιολογική συμπεριφορά και συνεχείς υποτροπές.

-Όγκους μεγάλους σε μέγεθος, συχνά παραμελημένους για τους οποίους η χειρουργική επέμβαση δεν είναι επιθυμητή από τους ασθενείς ή μπορεί να οδηγήσει σε εκτεταμένες παραμορφώσεις.

-Όγκους πολλαπλούς (πχ. Σύνδρομο Gorlin) αλλά και τα

-μεταστατικά καρκινώματα, τα οποία σπάνια έχουν δυσμενή πρόγνωση αλλά έχουν πτωχή ανταπόκριση στην κλασική χημειοθεραπεία.

Στις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιείται σήμερα, με εντυπωσιακά αποτελέσματα, η στοχευμένη θεραπεία με Vismodegib (Erivedge - αναστολέας του μονοπατιού Hedgehog).

Η στοχευμένη θεραπεία διαφέρει από τη κλασσική χημειοθεραπεία καθώς στοχεύει σε συγκεκριμένα μόρια του καρκινικού κυττάρου αναστέλλοντας την εξέλιξη του καρκίνου.

Είναι κατά κάποιο τρόπο «έξυπνα φάρμακα» γιατί στοχεύουν στα καρκινικά κύτταρα και αφήνουν ανεπηρέαστα τα φυσιολογικά κύτταρα του οργανισμού. Έτσι  η θεραπεία γίνεται από τη μία περισσότερο “στοχευμένη” και από την άλλη λιγότερο τοξική.

Το βασικό πλεονέκτημα των θεραπειών αυτών είναι διπλό. Αφενός προσφέρουν σημαντικό όφελος στους ασθενείς για την επιβίωσή τους αφετέρου είναι σε γενικές γραμμές καλύτερα ανεκτά και προσφέρουν καλύτερη ποιότητα ζωής.

Η στοχευμένη θεραπεία κατά του βασικοκυτταρικού καρκινώματος χρησιμοποιείται μόλις από το 2015 με εκπληκτικά αποτελέσματα.

Παραδείγματα προχωρημένου βασικοκυτταρικού καρκινώματος στα οποία χρησιμοποιήθηκε το Vismodegib (Erivedge):

Η παρακολούθηση των ασθενών μετά από τη θεραπεία

Οι ασθενείς που εμφανίζουν ένα βασικοκυτταρικό ή ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα έχουν 30-50% πιθανότητα να αναπτύξουν κι ένα δεύτερο μέσα σε 5 χρόνια. Επιπλέον παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης μελανώματος. Θα πρέπει επομένως να παρακολουθούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα από δερματολόγο (κάθε 6-12 μήνες) και να ενημερώνονται για τη φωτοπροστασία και την αυτοεξέταση.

Σε περίπτωση υποτροπής, εάν αυτή είναι τοπική ακολουθούνται οι οδηγίες για την αντιμετώπιση πρωτοπαθούς βλάβης. Εάν πρόκειται για περιοχική ή απομακρυσμένη μετάσταση, προτείνεται συστηματική θεραπεία.

Επικινδυνότητα υποτροπής (επανεμφάνισης της νόσου) 

Άτομα που έχουν ένα βασικοκυτταρικό καρκίνωμα (BCC), βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν και άλλους καρκίνους του δέρματος, με την πάροδο του χρόνου είτε στην ίδια περιοχή είτε σε άλλη. Βρίσκονται επίσης σε μεγάλο κίνδυνο για άλλους τύπους καρκίνου του δέρματος. Για αυτό τακτικές επισκέψεις στον δερματολόγο μπορεί να γίνουν ρουτίνα, έτσι ώστε όχι μόνο το σημείο που θεραπεύτηκε στο παρελθόν αλλά και ολόκληρη η επιφάνεια του δέρματος μπορεί να εξετασθεί.

Τα Βασικοκυτταρικά καρκινώματα (BCC). της κεφαλής και της μύτης δημιουργούν ιδιαίτερα προβλήματα με υποτροπές, που συμβαίνουν στα  πρώτα δύο χρόνια μετά το χειρουργείο.

Μπορεί ένας καρκίνος να υποτροπιάσει και ο ιατρός να συστήσει ένα διαφορετικό τύπο θεραπείας από αυτό που χρησιμοποιήθηκε αρχικά. Κάποιες μέθοδοι όπως η Mohs μικρογραφική χειρουργική, μπορεί να αποβεί πολύ αποτελεσματική για τις υποτροπές.